Η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλέον μια θεωρητική υπόθεση αλλά μια πραγματικότητα που δείχνει απειλητικά τα δόντια της. Οι πρωτοφανείς σε έκταση πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού, από τον Αμαζόνιο έως τη Σιβηρία και την Αλάσκα, το άνευ προηγουμένου λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική και τη Γροιλανδία, αλλά και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που πολλαπλασιάζονται χρόνο με τον χρόνο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, προμηνύουν ένα μέλλον εξαιρετικά δυσοίωνο.
Το ευτύχημα είναι ότι κοινωνίες δείχνουν να ξυπνούν από τον λήθαργο και παίρνουν μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, θέτοντας στο επίκεντρο των προσπαθειών τους τη μετάβαση σε καθαρότερες και πιο φιλικές για το περιβάλλον, μορφές ενέργειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει ήδη βάλει ψηλά τον πήχη για τα κράτη μέλη της, τα οποία καλούνται μέχρι το 2030 να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 40%, να αυξήσουν το μερίδιο της ενέργειας που παράγουν από ΑΠΕ κατά 32%, αλλά και την ενεργειακή τους απόδοση κατά 32,5%, σε σύγκριση πάντα, με τα επίπεδα του 1990.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Πρωθυπουργός έθεσε από το βήμα της Συνόδου του ΟΗΕ για το κλίμα, ακόμη πιο φιλόδοξους στόχους για τη χώρα μας: την απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού μέχρι το 2028 και την παραγωγή του 35% της ενέργειας μας από ΑΠΕ, μέχρι το 2030.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται εθνικός σχεδιασμός καθώς και στενή συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Χρειάζεται επιπλέον, να δρομολογήσουμε άμεσα τις ενδιάμεσες λύσεις, μέχρι να μπουν τα τεχνολογικά και οικονομικά θεμέλια για την πλήρη απανθρακοποίηση των ενεργειακών μας συστημάτων.
Μια τέτοια λύση δεν είναι άλλη από το φυσικό αέριο. Συγκρινόμενο με όλα τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα, το φ.α. αποτελεί μια καθαρότερη μορφή ενέργειας, με υψηλότερη απόδοση και ανταγωνιστικό κόστος. Επιπρόσθετα, χάρη στην τεχνική ευελιξία των μονάδων του, λειτουργεί συμπληρωματικά στις ΑΠΕ, αντισταθμίζοντας τις διακυμάνσεις της παραγωγής τους. Αυτά άλλωστε τα πλεονεκτήματα είναι που έπεισαν την ΕΕ να το επιλέξει ως τη γέφυρα μετάβασης από τις συμβατικές στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στην Ελλάδα το φυσικό αέριο είναι ταυτισμένο με την ΔΕΠΑ, την εταιρεία που δημιούργησε από το μηδέν τις υποδομές για την εισαγωγή και τη διάθεσή του σε ολόκληρη την επικράτεια: 1000 χλμ. δικτύου υψηλής πίεσης μεταφοράς, περισσότερα από 5.000 χλμ. δικτύου μέσης πίεσης, καθώς και εκτεταμένο δίκτυο χαμηλής πίεσης σε όλη τη χώρα.
Εδώ και τριάντα χρόνια, η ΔΕΠΑ αποτελεί τον βασικό θεματοφύλακα της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, συνάπτοντας μακροχρόνιες συμβάσεις προμήθειας από διαφοροποιημένες πηγές (Ρωσική Gazprom, Τουρκική BOTAS, Αλγερινή SOCAR κ.α.), μειώνοντας έτσι, την εξάρτηση από το πετρέλαιο και καθιστώντας εφικτή την απολιγνιτοποίηση.
Ταυτόχρονα, με την πλούσια ενεργειακή διπλωματία που αναπτύσσει και τη συμμετοχή της σε μεγάλα διεθνή πρότζεκτ (Διαδριατικός αγωγός ΤΑΡ, σύνδεση Ελλάδας – Ιταλίας μέσω του αγωγού IGI Poseidon, σύνδεση Ελλάδας – Βουλγαρίας μέσω του IGB, σύνδεση με τα υποθαλάσσια κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου με τον αγωγό EastMed κλπ) μετατρέπει την Ελλάδα σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο, αναβαθμίζοντας τη γεωστρατηγική θέση και την οικονομική της βαρύτητα.
Η ΔΕΠΑ ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο στα δίκτυα και την προμήθεια του φυσικού αερίου. Με έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό και στοχευμένες επενδύσεις τροφοδοτεί την ελληνική βιομηχανία με φ.α., συμβάλλοντας στη μείωση του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος, ενώ παράλληλα αναπτύσσει μεθοδικά τις υποδομές ώστε σύντομα να φτάσει η αεριοκίνηση (ένας πιο «καθαρός» και οικονομικός τρόπος αυτοκίνησης) σε κάθε γωνιά της χώρας.
Την ίδια στιγμή, αξιοποιώντας έξυπνες τεχνολογίες όπως το CNG (Πεπιεσμένο Φυσικό Αέριο) και το small scale LNG (μικρής κλίμακας υγροποιημένο φυσικό αέριο), φροντίζει να φτάσει το καύσιμο και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές Ελλάδας (νησιά, ορεινά σημεία), ώστε να μειωθεί και εκεί η χρήση των περισσότερο επιβαρυντικών για το περιβάλλον, εναλλακτικών. Σημαντική τέλος, είναι η συμβολή της στη μείωση της ενεργειακής φτώχειας, καθώς προσφέρει σε όλο και περισσότερους πολίτες μια οικονομική, αποδοτικότερη, και συνάμα πιο «καθαρή» πηγή ενέργειας.
Αλλά και στη ναυτιλία – μία άλλη μεγάλη πηγή εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου – η ΔΕΠΑ αλλάζει τα δεδομένα εισάγοντας το φυσικό αέριο στις θαλάσσιες μεταφορές Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ως συντονιστής του ευρωπαϊκού προγράμματος Poseidon Med II, η Εταιρεία προετοιμάζει τόσο τα σημαντικά λιμάνια της περιοχής (Πειραιάς, Πάτρα, Ηράκλειο, Ηγουμενίτσα, Λεμεσός, Βενετία), όσο και τα πλοία για το καύσιμο του μέλλοντος, διαμορφώνοντας τις υποδομές, το θεσμικό πλαίσιο αλλά και τις οικονομικές προϋποθέσεις για τη χρήση του υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Παρά τα πλεονεκτήματά του ωστόσο, το φυσικό αέριο παραμένει, όπως είπαμε, ένα μεταβατικό καύσιμο, στον δρόμο προς την πλήρη απανθρακοποίηση του ενεργειακού μας μείγματος. Για αυτό και η ΔΕΠΑ προετοιμάζεται ήδη για το μέλλον, σχεδιάζοντας τη δυναμική είσοδό της στις ΑΠΕ αλλά και σε εναλλακτικούς τρόπους παραγωγής ενέργειας, όπως είναι το βιομεθάνιο και το υδρογόνο – δύο καύσιμα με ουδέτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η μετάβαση σε πράσινες μορφές ενέργειας είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας. Αποτελεί το κλειδί για την επιβράδυνση της κλιματικής αλλαγής και τον περιορισμό των συνεπειών της. Σε αυτή τη μάχη, η ΔΕΠΑ αναλαμβάνει πρόθυμα το μερίδιο που της αναλογεί. Επενδύοντας στο φυσικό αέριο – το καύσιμο γέφυρα ανάμεσα στις συμβατικές και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και απευθείας στις ΑΠΕ, διευκολύνει την ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας και συνεισφέρει έμπρακτα στη βιώσιμη ανάπτυξή της.
Άρθρο του κ. Κ. Ξιφαρά στη Ναυτεμπορική