Η στήριξη εγκατάστασης αντλιών θερμότητας για θέρμανση και ψύξη στη Δυτική Μακεδονία αλλά και η υποστήριξη της αυτοπαραγωγής μέσα από ενεργειακές κοινότητες αποτελούν δύο από τις πέντε νέες προσκλήσεις που προωθεί το υπουργείο Οικονομικών στο επόμενο διάστημα στο πλαίσιο του προγράμματος Δίκαιης Μετάβασης.
Οι δράσεις που αναμένονται στο πλαίσιο του προγράμματος Δίκαιη Μετάβαση για τις περιοχές που πλήττονται από τη απολιγνιτοποίηση και ανακοινώθηκαν χθες από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ. Νίκο Παπαθανάση, είναι:
-Στήριξη ενεργειακών κοινοτήτων για την ανάπτυξη δράσεων αυτοπαραγωγής με προϋπολογισμό 41,8 εκατ. ευρώ
-Εγκατάσταση αντλιών θερμότητας για θέρμανση-ψύξη στη Δυτική Μακεδονία με προϋπολογισμό 12,1 εκατ. ευρώ.
«Η ενεργειακή μετάβαση της χώρας μετατρέπεται για τις επηρεαζόμενες περιοχές σε ουσιαστική αναπτυξιακή ευκαιρία» είπε ο κ. Παπαθανάσης κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου για τη σημασία της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία.
Ο συνολικός προϋπολογισμός των πέντε νέων προσκλήσεων ανέρχεται σε 112 εκατ. ευρώ, ενώ έως τέλος του έτους θα ολοκληρωθεί η εξειδίκευση δέκα νέων δράσεων στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος, ο προϋπολογισμός των οποίων ανέρχεται σε 250 εκατ. ευρώ.
Οι άλλες τρεις δράσεις που θα προκηρυχθούν στο επόμενο διάστημα είναι η ίδρυση επιχειρήσεων και ενίσχυση νέων ΜμΕ στις περιοχές των Σχεδίων Δίκαιης Μετάβασης. Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης με προϋπολογισμό 20 εκατ. ευρώ, η ενίσχυση υφιστάμενων ΜμΕ στις περιοχές των Σχεδίων Δίκαιης Μετάβασης Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης με προϋπολογισμό 30 εκατ. ευρώ και η εξοικονόμηση ενέργειας των δημοσίων υποδομών με προϋπολογισμό 8,3 εκατ. ευρώ.
Ο κ. Παπαθανάσης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έκανε ειδική αναφορά στην προδημοσίευση δύο δράσεων ενίσχυσης νέων και υφιστάμενων μικρομεσαίων επιχειρήσεων (τύπου de minimis) στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της ευρύτερης περιοχής της Μεγαλόπολης για επενδυτικά σχέδια έως 100.000 ευρώ με ποσοστό ενίσχυσης 70%. Όπως είπε, στόχος είναι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου στις περιοχές μετάβασης με την παράλληλα δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία, η οποία διαθέτοντας και το Πανεπιστήμιο αποκτά ελκυστικότητα η δημιουργία νέων επενδύσεων».
Οι στόχοι του ΕΣΕΚ
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο στόχος στο υπό αναθεώρηση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει τον διπλασιασμό της συμμετοχής των αντλιών θερμότητας στις ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη το 2030 συγκριτικά με το 2021. Η συνεισφορά στην ενεργειακή εξοικονόμξηση από τη χρήση προηγμένων αντλιών θερμοτητας για θέρμανση είναι σημαντική, ωστόσο όπως περιγράφει, θα χρειαστεί να αναπτυχθεί εξειδικευμένο πρόγραμμα στήριξης. Το 17% των κτηρίων κατοικίας σχεδιάζεται να καλύπτουν τις θερμικές ανάγκες με αντλίες θερμότητας το 2030, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το έτος 2050 αναμένεται να αυξηθεί σε 91%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στον τριτογενή τομέα θα πλησιάσουν το 69% και 90% το 2030 και 2050 αντίστοιχα.
Όπως αναφέρεται στο ΕΣΕΚ, η επίτευξη του στόχου της διατήρησης της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης σε επίπεδο λίγο μικρότερο από το επίπεδο του 2021 απαιτεί ανάληψη υποχρέωσης μεγάλου ύψους εξοικονόμησης ενέργειας από τον τομέα των κτηρίων, δηλαδή κατοικιών και κτηρίων υπηρεσιών. Ο τομέας αυτός πρέπει να μειώσει την τελική κατανάλωση το 2030 κατά 15% 14 περίπου, συγκριτικά με την κατανάλωση το 2021, για να αντισταθμίσει την αναμενόμενη αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας των τομέων της βιομηχανίας και των μεταφορών. Ο στόχος αυτός για τα κτήρια απαιτεί σημαντική προσπάθεια και επέκταση των σχετικών υποστηρικτικών προγραμμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος της εξοικονόμησης στα κτήρια θα προέλθει από την επέκταση του ρυθμού ανακαινίσεων παλαιών κτηρίων και την αύξηση του βαθμού ενεργειακής αναβάθμισης. Τα σχετικά προγράμματα θα χρειασθεί να θέσουν διπλάσιους ή μεγαλύτερους ακόμα στόχους εξοικονόμησης ενέργειας μέσω ανακαινίσεων, συγκριτικά με τους σημερινούς ρυθμούς. Σημαντική συνεισφορά αναμένεται από την διείσδυση στην αγορά των προηγμένων αντλιών θερμότητας για θέρμανση, οι οποίες συμβάλλουν και στους δύο στόχους, δηλαδή τις ΑΠΕ στον τομέα θέρμανσης-ψύξης και στην ενεργειακή αποδοτικότητα.