Η παγκόσμια βιομηχανία αιολικής ενέργειας υπολείπεται της εγκατάστασης της απαιτούμενης ισχύος για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη, σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Αιολικής Ενέργειας (GWEC).
Μάλιστα, σημειώνει ότι ο τρέχων ρυθμός ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας δεν θα είναι αρκετός για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως τα μέσα αυτού του αιώνα και αυτό συμβαίνει παρά την εγκατάσταση ρεκόρ των 93 GW νέας ισχύος το 2020, μία αύξηση κατά 53% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Ωστόσο, παγκοσμίως θα πρέπει να εγκαθίστανται τουλάχιστον 180 GW νέας αιολικής ενέργειας κάθε χρόνο για να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη σε πολύ λιγότερο από τους 2 ° C πάνω από τα προ-βιομηχανικά επίπεδα, ενώ θα πρέπει να εγκατασταθούν έως και 280 GW ετησίως για να επιτευχούν οι μηδενικές εκπομπές έως το 2050, δήλωσε ο GWEC.
«Οι τρέχουσες προβλέψεις της αγοράς μας δείχνουν ότι θα εγκατασταθούν 469 GW νέας αιολικής ισχύος κατά τα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτή τη στιγμή είμαστε σε καλό δρόμο με 86 GW, κατά μέσο όρο, ετησίως».
Η έκθεση ανέφερε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να εξαλείψουν τη γραφειοκρατία και να επιταχύνουν τη χορήγηση αδειών για τα έργα και παράλληλα να αυξήσουν τις επενδύσεις σε δίκτυα, λιμάνια και άλλες υποδομές για να επιτρέψουν την αύξηση των αιολικών εγκαταστάσεων.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν το 75% της νέας παραγωγικής ισχύος πέρυσι, καθώς η σταδιακή κατάργηση των δασμών τροφοδοσίας και των πιστώσεων φόρου παραγωγής στο τέλος του έτους οδήγησε σε νέες εγκαταστάσεις, παρά τις προκλήσεις λόγω της κρίσης COVID-19.
Κατά τα επόμενα πέντε χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της αιολικής ενέργειας αναμένεται να προέλθει από την περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, με επικεφαλής την Κίνα, σημειώνει ο GWEC στην έκθεσή του.
Η συνολική αιολική ισχύς αυτή τη στιγμή φτάνει τα 742 GW, βοηθώντας τον κόσμο να αποφύγει την εκπομπή περισσότερων από 1,1 δισεκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, κάτι που ισοδυναμεί με τις ετήσιες εκπομπές CO2 της Νότιας Αμερικής.
Πηγή: Reuters
Φωτό: ΕΥρωπαϊκή Επιτροπή