Επίθεση στην κυβέρνηση αναφορικά με το διάγγελμα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σχετικά με το ζήτημα των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, εξαπέλυσε σε συνέντευξή του στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης «FM100» ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος.
«Οι ανακοινώσεις του κ. Μητσοτάκη για τη λήψη μέτρων που θα μειώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος γίνεται με πάρα πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Έχουν περάσει οκτώ μήνες από όταν ο κος Μητσοτάκης δεσμευόταν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ότι η κυβέρνηση θα καλύψει το 80% των αυξήσεων στους λογαριασμούς για όλους τους καταναλωτές, δέσμευση που έχει αποδομηθεί πλήρως. Ο πήχης που βάζουμε εμείς είναι αν θα φορολογήσει τα υπερκέρδη και εάν θα επιστραφούν πίσω στους καταναλωτές αναδρομικά. Αν θα υπάρξει αναδρομική μείωση των λογαριασμών με τους οποίους έχουν χρεωθεί πλέον όλοι οι καταναλωτές. Ακόμα και αν ανακοινωθεί αύξηση της επιδότησης, δηλαδή ότι πάλι από χρήματα των καταναλωτών θα πληρωθούν τα υπερκέρδη λίγων εταιρειών, δεν μειώνεται η αισχροκέρδεια και το κόστος της πολιτείας» υπογράμμισε ο κ. Φάμελλος.
Πρόσθεσε πως: «Η κυβέρνηση αποδεικνύεται ασυνεπής και ανεπαρκής ενώ έχει και την ευθύνη για τις υπέρογκες αυξήσεις στους λογαριασμούς. Επιφυλάσσομαι για τις ανακοινώσεις του κ. Μητσοτάκη αλλά, σε περίπτωση που περιοριστεί σε επιδοτήσεις, αυτό θα σημαίνει ότι δεν θα παρέμβει αλλά θα συνεχίσει να στηρίζει την αισχροκέρδεια στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας». Επισήμανε ότι η Διοίκηση της ΔΕΗ εφάρμοσε στις 5 Αυγούστου του 2021 ρήτρα αναπροσαρμογής που μεταφέρει στους καταναλωτές όλη την αισχροκέρδεια που δυστυχώς υπάρχει εν μέσω κρίσης και από τη ΔΕΗ.
«Το 60% των καταναλωτών αδυνατεί να πληρώσει τους ακραίους λογαριασμούς» τόνισε στη συνέχεια ο Σ.Φάμελλος. «Οι άνθρωποι αυτοί ούτε είναι μπαταχτσήδες, όπως προσπαθούν κάποια στελέχη της ΝΔ να τους παρουσιάσουν με εκφράσεις «το τσάμπα τελείωσε» κτλ, ούτε έχουν κάνει κάποια παράλογη κατανάλωση. Η κυβέρνηση οφείλει να απαντήσει στο εάν θα βάλει χέρι στα υπερκέρδη των ηλεκτροπαραγωγών και εάν θα επιστρέψει στους καταναλωτές μέρος αυτών μέσω φορολόγησής τους».
Αναφέρθηκε στη συνέχεια στα βραχυπρόθεσμα και στα μακροπρόθεσμα μέτρα που πρέπει να λάβει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το ενεργειακό πρόβλημα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία: «Χρειαζόμαστε άμεσα, τώρα την επιβολή ορίου κέρδους στους ηλεκτροπαραγωγούς βάσει του μεταβλητού κόστους παραγωγής, την εφαρμογή του μοντέλου/της λύσης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας για να αποσυνδεθεί η διαμόρφωση της χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας από την τιμή φυσικού αερίου, καθώς και να σταματήσει η παραγωγή ουρανοκατέβατων κερδών, αλλά και να υπάρξει υποχρεωτικότητα ποσοτήτων διμερών μακροπρόθεσμων συμβολαίων στην αγορά. Μακροπρόθεσμα η ΔΕΗ πρέπει να ανακτήσει τον κοινωνικό και αναπτυξιακό της ρόλο και να λειτουργεί με αυτόν το γνώμονα και όχι μόνο με τη δική της κερδοφορία και το ταμπλό του χρηματιστηρίου. Πρέπει ακόμη να ενεργοποιήσει τις περιβαλλοντικά αδειοδοτημένες λιγνιτικές της μονάδες ώστε να συμμετέχει στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 15% με 20%».
Ο Σ.Φάμελλος στάθηκε τέλος στη σοβαρή καθυστέρηση στους τομείς εξοικονόμησης ενέργειας και αποθήκευσης επί κυβέρνησης ΝΔ η οποία είναι αδικαιολόγητη, όπως είπε και πρέπει να επιταχυνθεί: «Το εξοικονομώ για τα δημόσια κτίρια που η ΝΔ βρήκε έτοιμο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη παγωμένο και αντίστοιχη καθυστέρηση τριών χρόνων έχουμε στα έργα εξοικονομώ των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών. Το Πρόγραμμα Εξοικονομώ για τους ιδιώτες/κατοικίες δεν πληρώνει για τα έργα του 2020(!) και δεν προκηρύχθηκε νέο Πρόγραμμα το 2021(!). Από την άλλη, στις σημερινές συνθήκες ενεργειακής ανασφάλειας, δεν μπορεί να μην έχουμε αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και φυσικού αερίου. Αυτά τα θέματα όμως δεν μπορεί να τα λύσει η αγορά, το δόγμα που υποστηρίζει η ΝΔ αλλά χρειάζεται ισχυρή παρέμβαση και ρόλος του κράτους. Χρειαζόμαστε ένα εθνικό σχέδιο για την αποθήκευση ενέργειας και φυσικού αερίου και φυσικού αερίου. Θα είναι δύσκολος ο χειμώνας και χρειαζόμαστε άμεσες λύσεις για την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας, ζητήματα που δεν αντιμετωπίζει δυστυχώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη».