Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Κροατία, Ρουμανία και Βουλγαρία) έχουν κάνει σημαντικές βελτιώσεις στην ενεργειακή τους μετάβαση τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, οι στόχοι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στις περισσότερες χώρες είναι σημαντικά είναι κάτω από τους μέσους όρους της ΕΕ εκτιμά σε έκθεσή του το think tank Ember (In it together: the road to a cleaner, cheaper CEE power system) . Αυτή η διστακτική προσέγγιση για την ανάπτυξη αιολικής και ηλιακής ενέργειας, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη υψηλή εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, αποτελεί πλέον απειλή για την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής, αυξάνοντας το κόστος ζωής και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών προσθέτει.
Όμως εκτιμά πως στην περιοχή μπορούν να αναπτυχθούν έργα ηλιακής ενέργειας ισχύος 130 GW, 45 GW χερσαίας αιολικής ενέργειας και 20 GW υπεράκτιας αιολικής ισχύος έως το 2030. Αυτό θα επιτρέψει στην περιοχή να φτάσει το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο 63% έως το 2030, σε σύγκριση με μόλις 25% το 2022.
Παράλληλα, η έρευνα στέκεται στα διακρατικά έργα στην περιοχή στο πλαίσιο της ενεργειακής συνεργασίας, με αρκετά έργα ήδη σε εξέλιξη ή προτεινόμενα. Αυτά περιλαμβάνουν το έργο EL-WIND που αναπτύχθηκε από κοινού από την Εσθονία και τη Λετονία, τη σύνδεση LitPol που αναπτύχθηκε από κοινού από την Πολωνία και τη Λιθουανία. Συζητείται επίσης ένα υπεράκτιο έργο με τη συνεργασία Βουλγαρίας-Ρουμανίας, ισχύος έως και 3 GW. Προτάθηκε επίσης μια ιδέα "ενεργειακών νησιών" μεταξύ της Πολωνίας, της Σουηδίας και της Λιθουανίας, ακολουθώντας τα πολλά παραδείγματα που αναπτύσσονται στη Δυτική Ευρώπη, όπως στο Bornholm στη Βαλτική Θάλασσα.
Σύμφωνα με το Ember «οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης διαφέρουν σημαντικά ως προς το δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την ιστορία των ενεργειακών τους συστημάτων. Ίσως η πιο προφανής διαφορά είναι η πρόσβαση στη θάλασσα: ορισμένοι από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας, όπως η Τσεχία ή η Ουγγαρία, δεν έχουν πρόσβαση στα πλεονεκτήματα της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας. Από την άλλη πλευρά, χώρες όπως η Λετονία και η Εσθονία θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν πάνω από 20 GW υπεράκτιων αιολικών πάρκων, παράγοντας τουλάχιστον 73 TWh ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι το πλήρες δυναμικό της περιοχής μπορεί να ξεκλειδωθεί μόνο με συνεργασία μεταξύ των χωρών, με τις χώρες να μοιράζονται τη φθηνή πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, αλλά και να συγχρηματοδοτούν τις απαραίτητες επενδύσεις».