Τη χρονιά που πέρασε, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια ήταν οι αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές της παγκόσμιας μετάβασης στην καθαρή ενέργεια, καθώς αντιπροσώπευσαν το 96,6% των καθαρών νέων προσθηκών σε ανανεώσιμη ισχύ. Συγκεκριμένα, η ηλιακή ενέργεια προσέθεσε 452 GW, καταγράφοντας αύξηση 32,2%, ενώ η αιολική ενέργεια ενισχύθηκε κατά 113 GW (+11,1%). Συνολικά, η παγκόσμια δυναμικότητα των ΑΠΕ αυξήθηκε κατά 585 GW, σημειώνοντας άνοδο 15,1% σε σχέση με το 2023 – τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση που έχει καταγραφεί τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε ποσοστιαία βάση.
Θετικές επιδόσεις αλλά μικρότερης έντασης κατέγραψαν και άλλες πηγές καθαρής ενέργειας όπως η υδροηλεκτρική ενέργεια, που ενισχύθηκε κατά 15 GW (+1,2%), η βιοενέργεια κατά 4,6 GW (+3,2%) ή η γεωθερμική ενέργεια κατά 0,4 GW (+2,5%).
Πάντως σε αυτήν αλματώδη πορεία των ΑΠΕ η Ασία διατηρεί την πρωτοκαθεδρία. Κάλυψε τη μερίδα του λέοντος στη νέα εγκατεστημένη ισχύ, αντιπροσωπεύοντας το 72% της παγκόσμιας αύξησης. Η περιοχή προσέθεσε συνολικά 421,5 GW, με την Κίνα να συμβάλλει καθοριστικά, καθώς μόνη της προσέθεσε 373,6 GW. Η Ασία πλέον διαθέτει το 53,6% της παγκόσμιας ισχύος ΑΠΕ (2.382 GW). Η Ευρώπη ακολούθησε με αύξηση 70,1 GW (+9%), με τη Γερμανία να συμβάλλει σημαντικά (πάνω από 18,8 GW). Αντίθετα, η Ουκρανία κατέγραψε πτώση άνω των 7,5 GW, αντανακλώντας τις επιπτώσεις του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης στη χώρα. Παρά τα θετικά μηνύματα, η έκθεση της IRENA υπογραμμίζει ότι η πρόοδος δεν είναι αρκετή. Ο στόχος που έχει τεθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας για το κλίμα και της COP28 είναι ο τριπλασιασμός της παγκόσμιας εγκατεστημένης δυναμικότητας ΑΠΕ μέχρι το 2030, δηλαδή να φτάσει περίπου τα 11,2 TW. Η τρέχουσα πρόοδος, αν και ενθαρρυντική, δεν επαρκεί για να διασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου.
Μέχρι το τέλος του 2024, οι χώρες του G7 (εξαιρουμένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης) συγκέντρωναν το 23,7% της παγκόσμιας εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ, με συνολική δυναμικότητα 1.055 GW. Αντίστοιχα, οι χώρες του G20 (χωρίς την ΕΕ και την Αφρικανική Ένωση) αντιπροσώπευαν το 80,9% της παγκόσμιας ισχύος, φτάνοντας τα 3.601 GW. Όσον αφορά τις νέες προσθήκες ισχύος το 2024, οι χώρες του G7 συνέβαλαν με 14,3%, ενώ οι χώρες του G20 με το εντυπωσιακό 90,3%, γεγονός που αναδεικνύει τις έντονες ανισότητες στην πρόοδο της ενεργειακής μετάβασης μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Σύμφωνα με τη μελέτη, ενδεικτική είναι η περίπτωση των Μικρών Αναπτυσσόμενων Νησιωτικών Κρατών (SIDS), τα οποία αντιπροσώπευαν μόλις 0,2% της παγκόσμιας εγκατεστημένης ισχύος, με συνολικά 8,8 GW. Το 2024, τα κράτη αυτά πρόσθεσαν μόλις 0,7 GW, σημαντικά λιγότερο από το 1,1 GW του 2023, αντιστοιχώντας σε μόλις 0,1% των παγκόσμιων νέων προσθηκών. Πάνω από το 75% αυτής της αύξησης προήλθε από δύο χώρες: τη Δομινικανή Δημοκρατία (+0,4 GW) και τη Σιγκαπούρη (+0,2 GW).
Πάντως σύμφωνα με τη μελέτη το 2024 προστέθηκαν 585 GW νέας ισχύος από ανανεώσιμες πηγές, αντιπροσωπεύοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 15,1% – μια αύξηση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 14,3% που καταγράφηκε το 2023. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 2000. Ωστόσο, παρά την πρόοδο αυτή, ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει ανεπαρκής για την επίτευξη του στόχου τριπλασιασμού της παγκόσμιας εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ σε πάνω από 11 TW έως το 2030. Εάν διατηρηθεί ο ρυθμός του 2024, η συνολική ισχύς των ΑΠΕ θα φτάσει μόλις τα 10,4 TW το 2030, υπολειπόμενη του στόχου κατά 0,8 TW ή 7,2%.