Απαγορευτικό έχει καταστεί το κόστος χρήματος για πολλά projects στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με τα αυξημένα επιτόκια να μεταθέτουν ή και να αναβάλουν δρομολογημένα έργα. Πιο ανθεκτικά στα υψηλά τραπεζικά επιτόκια αποδεικνύονται τα επενδυτικά σχέδια που έχουν δρομολογήσει εταιρείες του κλάδου των ορυκτών καυσίμων.
Πλέον τα μακροπρόθεσμα δάνεια τακτής λήξης (με αρχική διάρκεια πάνω από ένα έτος) και ποσού άνω του 1 εκατ. ευρώ κινούνται σε υψηλά επίπεδα δεκαετίας και διαμορφώνονται στο 6,44% !
Αυτή είναι μια αρνητική εξέλιξη για τον κλάδο των ΑΠΕ. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν κόστος ανάπτυξης που πληρώνεται εμπροστοβαρώς. Καθώς φωτοβολταϊκά και αιολικά projects απαιτούν πολλά κεφάλαια για την κατασκευή έργων, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τα υψηλά επιτόκια καθιστούν πιο δαπανηρό τον δανεισμό και αυξάνουν σημαντικά το τελικό κόστος των έργων.
Αντίθετα, η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από φυσικό αέριο, πετρέλαιο και λιγνίτη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κόστος του καυσίμου και όχι από το κόστος κατασκευής του έργου. Έτσι, τα σημερινά επίπεδα του κόστους χρήματος επιδρούν σε μικρότερο βαθμό στις επιχειρήσεις του κλάδου.
Σε κάθε περίπτωση το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια ζωής μιας εγκατάστασης, το γνωστό levelized cost of electricity (LCOE) είναι μικρότερο για τις τεχνολογίες ορυκτών καυσίμων και αισθητά υψηλότερο για τις ΑΠΕ.
Πάντως, αν και το LCOE λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και το κόστος λειτουργίας και συντήρησης κατά τη διάρκεια ζωής του έργου, ωστόσο δεν περιλαμβάνει άλλα κόστη (σχετικά με τα δίκτυα, την ασφάλεια, το κόστος εξισορρόπησης, κ.α..)
Μπορεί λοιπόν την τελευταία επταετία το κόστος χρήματος να ήταν ευνοϊκό για τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, ωστόσο το περιβάλλον των υψηλότερων επιτοκίων περιπλέκει πλέον τα πράγματα. Και όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς.
Από το 2004 έχουν υπάρξει επενδύσεις 5 τρισ. δολαρίων στις πράσινες μορφές ενέργειας, με το μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών να προέρχεται από την έκδοση μακροπρόθεσμων τίτλων χρέους. Εξ αυτού, επενδύσεις 3,6 τρισ. δολαρίων έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου των χαμηλών επιτοκίων από το 2009 μέχρι το 2021.
Με άλλα λόγια, τα χαμηλά επιτόκια αποτελούσαν τη βάση της χρηματοδότησης και των επενδύσεων στην πράσινη τεχνολογία. Κάτι που πλέον δεν ισχύει.