Μέσα στην κρίση, η συρρίκνωση των πολύ μικρών επιχειρήσεων συντελέστηκε ταυτόχρονα με την αύξηση του μεριδίου όλων των υπόλοιπων κατηγοριών από 6,04% σε 10,49%, που περιλαμβάνουν τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Όμως, μελετώντας τους επιμέρους κλάδους παρατηρούμε ότι από τους 18 κλάδους (εξαιρουμένου του πρωτογενούς) στους οποίους συνολικά ο αριθμός των επιχειρήσεων μειώθηκε υπάρχουν 7 κλάδοι, στους οποίους ο αριθμός των επιχειρήσεων αυξήθηκε:
1) παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού,
2) μεταφορά και αποθήκευση,
3) δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης, 4) χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δρα-στηριότητες,
5) επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες,
6) εκπαίδευση,
7) δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα, και
8) τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία.
Πάντως, από τα στοιχεία υπογραμμίζεται η ύπαρξη μίας αξιοσημείωτης δυναμικής των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων να διευρύνουν τον επιχειρηματικό τους ορίζοντα. Ωστόσο παραμένουν σημαντικά εμπόδια, εκ των οποίων το κυριότερο εμπόδιο (με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση) για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) θεωρείται η έλλειψη ρευστότητας και πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
«Όπως φαίνεται στην Ελλάδα έχει πλέον διαμορφωθεί ένα στρεβλό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τέσσερις συστημικές τράπεζες να ελέγχουν την συντριπτική πλειοψηφία των ροών κεφαλαίου στην οικονομία. Είναι, επομένως, επιτακτική η ανάγκη διεύρυνσης των χρηματοοικονομικών υποδομών της χώρας, προκειμένου να έρθουμε πιο κοντά στον πολυπόθητο στόχο μιας υγιούς, μακροπρόθεσμης, σταθερής, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» καταλήγει ο πρόλογος της έκθεσης.