Παράλληλα, ανέδειξε την εξειδίκευση της Alpha Bank στη χρηματοδότηση του ενεργειακού κλάδου καθώς και την αυξημένη βαρύτητα που αποδίδει η Τράπεζα στη στήριξη της βιωσιμότητας, έχοντας αναβαθμίσει συνολικά τους στόχους της για τα πράσινα δάνεια της τριετίας 2024-2026 από τα €3 δισ. στα €4,4 δισ.
Στο πλαίσιο συζήτησης με τον CEO της HELLENiQ ENERGY, Ανδρέα Σιάμισιη για το χρηματοδοτικό περιβάλλον στον τομέα της ενέργειας, ο κ. Ψάλτης σημείωσε πως «η απουσία μιας συγκεκριμένης στρατηγικής κατεύθυνσης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο αυξάνει την αβεβαιότητα, καθιστώντας δυσχερείς τις επιλογές των επενδυτών και, φυσικά, όσων εμπλέκονται στο κύκλωμα ωρίμανσης και χρηματοδότησης τέτοιων τεχνολογιών. Εάν σε αυτό προσθέσουμε και το γεγονός ότι έχουμε μία σειρά από αλλεπάλληλες και συνδυαζόμενες γεωπολιτικές αβεβαιότητες, τότε έχουμε τον ορισμό της αβεβαιότητας!».
Σε ερώτηση του δημοσιογράφου Νίκου Φιλιππίδη, που συντόνισε τη συζήτηση, οι κ. Ψάλτης και Σιάμισιης συμφώνησαν ότι απαιτείται να υπάρξουν καθαροί όροι ως προς το πλαίσιο ανάπτυξης και εισαγωγής νέων τεχνολογιών στον κλάδο της ενέργειας.
Ο CEΟ του Ομίλου Alpha Bank παρατήρησε ότι η αύξηση της μεταβλητότητας στην αγορά ενέργειας οδηγεί τους επενδυτές να αυξάνουν τις απαιτήσεις τους για αποδόσεις. Από την άλλη πλευρά, η υψηλή ζήτηση για projects «πράσινης» μετάβασης συμπιέζει την αποδοτικότητά τους. «Αυτές οι δύο συνθήκες αυξάνουν τον επενδυτικό και χρηματοδοτικό κίνδυνο. Χρειάζεται, λοιπόν, ορατότητα... οι κανόνες του παιχνιδιού να γίνουν πιο σαφείς», δήλωσε και ξεκαθάρισε ότι, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά, καθώς «η “πράσινη” μετάβαση, θα έχει ισχυρά θετικές επιπτώσεις στην οικονομία τόσο με όρους ενεργειακής ασφάλειας όσο και ως προς την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας».
Αναλύοντας τον ρόλο των τραπεζών στη χρηματοδότηση της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, ο CEO του Ομίλου Alpha Bank παρατήρησε ότι το υπάρχον πλαίσιο αφενός ωθεί τον κλάδο της ενέργειας να προχωρήσει σε επενδύσεις απανθρακοποίησης, αφετέρου κατευθύνει το χρηματοπιστωτικό σύστημα να χρηματοδοτήσει αυτές τις επενδύσεις.
«Αυτό έχει βοηθήσει τις τράπεζες να αυξήσουν την ετοιμότητά τους για τέτοιες χρηματοδοτήσεις, εμπλουτίζοντας τα πιστωτικά κριτήρια, προσαρμόζοντας την εταιρική διακυβέρνησή τους και ενθαρρύνοντας την κατανομή κεφαλαίων προς αυτή την κατεύθυνση», ανέφερε και εκτίμησε ότι οι ελληνικές τράπεζες, μετά την περιπέτεια της περασμένης δεκαετίας, έχουν πλέον αυτοπεποίθηση στις χρηματοδοτικές τους επιλογές, προκειμένου εθνικής σημασίας projects να προχωρήσουν χωρίς χρονοτριβή».
Ταυτόχρονα, σημείωσε ότι παρά το γεγονός ότι οι μεγάλοι Όμιλοι της χώρας βρίσκονται σε εξαιρετικά καλή θέση τόσο από πλευράς τεχνογνωσίας όσο και με όρους ισολογισμών, ώστε να εξισορροπήσουν το ρίσκο επένδυσης σε νέες τεχνολογίες, κρίσιμο παράγοντα αποτελεί και η επιλογή της Πολιτείας να συνεισφέρει στη μετάβαση.
«Σε κάθε νέα τεχνολογία, το πρώτο στάδιο ανάπτυξης, ειδικά όσον αφορά επενδύσεις σε υποδομές, απαιτεί στήριξη εθνική και ευρωπαϊκή, μέχρι αυτές οι επενδύσεις να γίνουν ανταγωνιστικές και να ακολουθήσουν τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Και δεν αναφέρομαι μόνον σε διασφάλιση τιμής ή ζήτησης, αλλά και σε επιδοτήσεις capex και λειτουργική ενίσχυση, όπως έγινε κατά το παρελθόν στα φωτοβολταϊκά και πρόσφατα στις μονάδες αποθήκευσης».