Την στιγμή που το ενδιαφέρον της κυβέρνησης στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στις ΑΠΕ, προς αποκλεισμό οιασδήποτε άλλης μορφής ενέργειας, ακόμα και του φυσικού αερίου -κρίνοντας από τον κυβερνητικό εναγκαλισμό των "περιβαλλοντικών" οργανώσεων, η όποια συζήτηση για τον εγχώριο λιγνίτη φαίνεται ότι ενοχλεί σφόδρα την πολιτική ηγεσία και τείνει να δαιμονοποιηθεί. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η εκμετάλλευση του εξακολουθεί να καλύπτει κατά μέσο όρο το 20% του ηλεκτροπαραγωγικού μίγματος (από το 50% που ήτο πριν λίγα μόλις χρόνια) και να προσφέρει άμεση η έμμεση απασχόληση σε 25.000 οικογένειες.
Χωρίς αμφιβολία ο λιγνίτης αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες το μεγάλο ενεργειακό κεφάλαιο, η εάν θέλετε το συγκριτικό πλεονέκτημα, της Ελλάδος που στήριξε πολλαπλά την οικονομική της ανάπτυξη τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια αλλά και πλέον πρόσφατα. Χάρις στην ανακάλυψη και εκμετάλλευση των μεγάλων λιγνιτικών πεδίων στην βόρειο Ελλάδα και στην Πελοπόνησο με την παράλληλη ανάπτυξη της ΔΕΗ, για πολλές δεκαετίες η χώρα -οικιακός τομέας, εμπόριο και βιομηχανία- απολάμβανε φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα πράγμα που βόηθησε σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομική της ανάπτυξη.
Όμως την τελευταία πενταετία έχουν αυξηθεί οι πιέσεις, κυρίως στην ΕΕ, για την απανθρακοποίηση του ενεργειακού μας συστήματος λόγω των επιπτώσεων που έχουν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και την συμβολή τους στην Κλιματική Αλλαγή. Σταθμός στον εξοβελισμό του άνθρακα (στην Ευρώπη και εν μέρει στις ΗΠΑ, γιατί στην Ασία, την Αφρική, και την Ν.Αμερική ο άνθρακας εξακολουθεί να αποτελεί μια αποδεκτή πηγή ενέργειας) ήτο η συμφωνία των Παρισίων του Δεκεμβρίου 2015. Ακολουθεί η απότομη αύξηση του κόστους δικαιωμάτων των ρύπων, μετά από διοικητικές παρεμβάσεις της Κομισιόν ( δηλ. σημαντικός περιορισμός δωρεάν δικαιωμάτων) και έτσι μέσα σε διάστημα δύο ετών η τιμή εκτοξεύεται από τα €5 τον τόνο στα σχεδόν €28 που είναι σήμερα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ραγδαία αύξηση του κόστους λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, γεγονός που συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στην ζημιογόνο χρήση του 2018 και του Α Εξαμήνου του 2019 και οδήγησε στην εσπευσμένη απόφαση της κυβέρνησης του Κυρ.Μητσοτάκη να ανακοινώσει το "τέλος" του λιγνίτη το 2028, και μάλιστα 10 χρόνια πριν την απόσυρση τους απο την Γερμανία και άλλα Ευρωπαϊκά κράτη! Όμως αυτή η σπουδή να ξεφορτωθούμε όπως-όπως τους λιγνίτες χωρίς ένα συγκροτημένο πλάνο για την κάλυψη του σοβαρού κενού που δημιουργείται,τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στην διαχείρηση των κοινωνικών προβλημάτων που θα προκύψουν, είναι όχι μόνο ακατανόητη ως προς την λογική της αλλά φανερώνει παντελή άγνοια ως προς τις υπάρχουσες σήμερα σημαντικές τεχνολογικές δυνατότητες (στις οποίες θα αναφερθούμε ποιό κάτω) και που θα επιτρέψουν τη συνέχιση της αξιοποίησης του λιγνίτη σε μικρότερη μεν κλίμακα αλλά με ριζική μείωση των εκπομπών.
Με την Ελλάδα να διαθέτει σημαντικά αποθέματα λιγνίτη, στα 5,0 δισ.τόνους, που είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ενώ συγκαταλέγεται στους βασικούς παραγωγούς λιγνίτη παγκοσμίως, όπου κατέχει την 7η θέση και την 3η στην Ευρώπη μετά την Γερμανία και την Πολωνία, με την εξόρυξη λιγνίτη να αποτελεί βασική μεταλλευτική δραστηριότητα, η εγκατάλειψη του με πρωθυπουργικό φιρμάνι και για λόγους περιβαλλοντικής ορθότητας δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα αλλά αντιθέτως υποσκάπτει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Το αποτέλεσμα θα είναι όχι τόσο η στροφή στις ΑΠΕ - η οποία νομοτελειακά θα προχωρήσει -αλλά η ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου (εισαγώμενο 100% και μάλιστα όχι από φίλες χώρες) και αντίστοιχων ηλεκτρικής ενέργειας από γειτονικές χώρες. Δηλαδή περαιτέρω επιβάρυνση του (ελλειμματικού) ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Με τον λιγνίτη να αποτελεί καύσιμο στρατηγικής σημασίας, με χαμηλό κόστος εξόρυξης, σταθερή και ελέγξιμη τιμή και την βάση για μια ολόκληρη βιομηχανία η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να θέλει να διατηρήσει την χρήση του αξιοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες που επιτρέπουν την μείωση ή και τον μηδενισμό των εκπομπών CO2.
Οι τεχνολογίες αυτές βασίζονται σε μεγάλο μέρος τους στις τεχνικές ( γνωστές ως CCS) δέσμευσης και ενταφιασμού του CO2 σε υπόγειες γεωλογικές κοιλότητες (2,500-3,500 κάτω από το έδαφος) αλλά και στην αξιοποίηση του παγιδευμένου διοξειδίου του άνθρακα στην εξόρυξη και παραγωγή πετρελαίου και φ.αερίου (CCU).
Μια ακόμα τεχνολογία κατάλληλη για εφαρμογή στις λιγνιτικές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες της ΔΕΗ αφορά στη μερική απολιγνιτοποίηση μέσω τεχνικών που επιτυγχάνουν αρνητικές εκπομπές άνθρακα με την ταυτόχρονη παραγωγή πυρολητικού ξυλάνθρακα.Η εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνολογίας μπορεί να επιτύχει την μείωση της χρήσης λιγνίτη το 1/3 σε κάθε λιγνιτικό σταθμό με αντικατάσταση των άλλων 2/3 από πτητικά πυρόλυσης βιομάζας.Η υιοθέτηση και εφαρμογή τεχνολογιών όπως οι ανωτέρω από την ΔΕΗ θα επιτρέψει την ομαλή απολιγνιτοποίηση σε βάθος 20 ετίας διατηρώντας παράλληλα ένα εφεδρικό λιγνιτικό δυναμικό.
Παράλληλα με τα ανωτέρω και ίσως το πλέον σημαντικό όφελος για την ΔΕΗ και τις ελληνικές κατασκευαστικές που θα εμπλακούν σε αυτή την υπόθεση, είναι η απόκτηση τεχνολογικού know how, πράγμα που θα επιτρέψει στην Επιχείρηση να αξιοποιήσει τα στελέχη της και να εξάγει υπηρεσίες σε παγκόσμιο επίπεδο.Με την τεράστια πείρα που διαθέτει η ΔΕΗ και τις χιλιάδες εκπαιδευμένους μηχανικούς και τεχνικούς στην εκμετάλλευση του λιγνίτη δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψει αμαχητί το πεδίο κάνοντας χώρο για αθρόες εισαγωγές και την περαιτέρω ενεργειακή εξάρτηση της χώρας. Με άλλα λόγια η σημερινή αρνητική συγκυρία για τον άνθρακα μπορεί από μειονέκτημα να μετατραπεί σε πλεονέκτημα αφού η Επιχείρηση έχει όλες τις προϋποθέσεις να υιοθετήσει τεχνολογίες τύπου CCS/CCU και "αρνητικών εκπομπών" και να δημιουργήσει νέο τεχνολογικό expertise, μειώνοντας συγχρόνως κατά πολύ τις εκπομπές και άρα κρατώντας σε λειτουργία τρεις με τέσσσερις μονάδες για τα επόμενα 15 χρόνια. Επιπλέον, με αυτή την κίνηση η ΔΕΗ μπορεί να αποκτήσει ένα Ευρωπαϊκό προβάδισμα προσφέροντας υπηρεσίες απανθρακοποίησης σε άλλες ηλεκτρικές εταιρείες ιδιαίτερα στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Toυ Κ. Ν. Σταμπολή