Οι βασικές αρχές επί των οποίων κινείται το νομοσχέδιο είναι θετικές και ικανοποιούν αιτήματα της αγοράς φωτοβολταϊκών, ρυθμίζοντας εκκρεμότητες του παρελθόντος. Οι παρατηρήσεις μας σκοπεύουν στη νομοτεχνική βελτίωση κάποιων ρυθμίσεων και πιο συγκεκριμένα εκείνων που αφορούν στο επιτρεπτό εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σε γαίες που έχουν χαρακτηριστεί ή εικάζεται πως είναι υψηλής παραγωγικότητας.
Το νομοσχέδιο ορθά καθορίζει πως “σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται από τη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης του οικείου νομού ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, απαγορεύεται η άσκηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας, εκτός από τη γεωργική εκμετάλλευση και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς Α.Π.Ε.”. Αναγνωρίζει έτσι πως η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι δραστηριότητα συμβατή με τον αγροτικό χαρακτήρα μιας περιοχής με πολλαπλά οφέλη για τη βιώσιμη ανάπτυξή της.
Η ρύθμιση αυτή είναι συμβατή και με τη νομολογία του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία, ενώ η συνταγματική επιταγή κρίνει ως ασυμβίβαστες ορισμένες χρήσεις (π.χ. κατοικία) σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας, εν τούτοις η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης καθιστά θεμιτές, ίσως μάλιστα και επιβεβλημένες παρεκκλίσεις ή αποκλίσεις από την προστασία της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, εφόσον συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος τις δικαιολογούν.
Με βάση τον Ν.4414/2016, στόχος της Πολιτείας είναι: “η αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε., κατά προτεραιότητα, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφοροποίηση του εθνικού ενεργειακού μίγματος, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την ενίσχυση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας… στο πλαίσιο της ενιαίας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, και την επίτευξη του στόχου συμμετοχής των Α.Π.Ε. στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας”.
Η προτεινόμενη στο νομοσχέδιο ρύθμιση επιτρέπει την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε γαίες υψηλής παραγωγικότητας σε σταθμούς ισχύος μικρότερης ή ίσης του 1 MW, υπό την προϋπόθεση ότι οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί, για τους οποίους χορηγούνται δεσμευτικές προσφορές σύνδεσης από τον αρμόδιο Διαχειριστή, καλύπτουν εδαφικές εκτάσεις που αθροιζόμενες με τις εκτάσεις που καλύπτουν φωτοβολταϊκοί σταθμοί που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία ή έχουν χορηγηθεί δεσμευτικές προσφορές σύνδεσης και τις εκτάσεις που καλύπτουν φωτοβολταϊκοί σταθμοί που εγκαθίστανται σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 51 του ν. 4178/2013 (Α΄174), δεν υπερβαίνουν το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της κάθε Περιφερειακής Ενότητας.
Η ρύθμιση αυτή επιλύει εν μέρει ένα πρόβλημα που χρονίζει από το 2011. Και λέμε εν μέρει διότι αποκλείει την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών μεγαλύτερης ισχύος. Είναι πρακτικά αδύνατο να επιτευχθούν οι κλιματικοί και ενεργειακοί στόχοι του 2030 χωρίς την εγκατάσταση και σταθμών μεγάλης ισχύος. Δεδομένου μάλιστα ότι η ρύθμιση αφορά την εγκατάσταση σε εκτάσεις που δεν υπερβαίνουν το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της κάθε Περιφερειακής Ενότητας, η εγκατάσταση σταθμών μεγάλης ισχύος είναι απολύτως εφικτή χωρίς να υπερβαίνονται τα όρια αυτά.
Ας δούμε τη χαρακτηριστική περίπτωση της Θεσσαλίας, μιας περιοχής που διαθέτει μεγάλες εκτάσεις που θα χαρακτήριζε κανείς υψηλής παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2017), το σύνολο των καλλιεργούμενων εκτάσεων στη Θεσσαλία καταλαμβάνει έκταση 4.186.824 στρεμμάτων, ενώ 249.127 επιπλέον στρέμματα τελούν σε αγρανάπαυση 1-5 ετών. Το 1% των καλλιεργούμενων εκτάσεων αντιστοιχεί σε 41.868 στρέμματα.
Μέχρι σήμερα, έχουν εγκατασταθεί στη Θεσσαλία 1.334 φωτοβολταϊκοί σταθμοί συνολικής ισχύος 265 MW (όλοι τους σχεδόν την περίοδο 2011-2013). Εκείνη την περίοδο, με βάση τη διαθέσιμη τεχνολογία φωτοβολταϊκών, 1 MW καταλάμβανε περίπου 15-20 στρέμματα (ανάλογα με τη φύση και τη μορφολογία του γηπέδου). Με 20 στρέμματα ανά MW, οι υπάρχοντες σταθμοί καταλαμβάνουν περίπου 5.300 στρέμματα.
Η σημερινή τεχνολογία των φωτοβολταϊκών επιτρέπει την εγκατάσταση 1 MW σε 10-13 στρέμματα (και η τάση είναι να περιοριστεί περαιτέρω η απαιτούμενη έκταση). Συνεπώς, για να καλυφθεί το όριο του 1% στη Θεσσαλία, θα πρέπει να εγκατασταθούν ακόμη 2,81-3,66 GW (μέσος όρος 3,23 GW), κάτι φυσικά αδύνατο αν περιοριστούμε σε έργα μέχρι 1 MW αποκλείοντας τα έργα μεγαλύτερης ισχύος.
Επιπλέον, θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του την κατάσταση των δικτύων, ιδίως αυτών της Μέσης Τάσης. Ως γνωστόν, συστήματα έως 8 MW συνδέονται κατά τεκμήριο στη Μέση Τάση. Αν τα συστήματα αυτά δεν εγκατασταθούν κοντά σε υφιστάμενα δίκτυα Μέσης Τάσης (που συνήθως βρίσκονται κοντά σε κατοικημένες περιοχές) και “εξοβελιστούν” σε απομακρυσμένες μη γεωργικές περιοχές, ο μόνος τρόπος για να συνδεθούν πλέον θα είναι με κατασκευή υποσταθμού για σύνδεση στην Υψηλή Τάση, κάτι που δεν είναι οικονομικά βιώσιμο για σταθμούς αυτού του μεγέθους. Ουσιαστικά λοιπόν, βάζοντας περιορισμό στο 1 MW, αποκλείουμε από την αγορά πολλούς σταθμούς μεσαίου μεγέθους. Όσο για τους μεγαλύτερους σταθμούς που συνδέονται στην Υψηλή Τάση, είναι αυτοί που όχι μόνο θα βοηθήσουν στην επίτευξη των εθνικών στόχων για το 2030, αλλά και που μειώνουν το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές (λόγω οικονομίας κλίμακας και χαμηλότερου κόστους παραγωγής).
Για τους παραπάνω λόγους, ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών προτείνει να επιτραπεί η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών, ανεξαρτήτως ισχύος, σε αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, υπό την προϋπόθεση ότι οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί, για τους οποίους χορηγούνται δεσμευτικές προσφορές σύνδεσης από τον αρμόδιο Διαχειριστή, καλύπτουν εδαφικές εκτάσεις που αθροιζόμενες με τις εκτάσεις που καλύπτουν φωτοβολταϊκοί σταθμοί που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία ή έχουν χορηγηθεί δεσμευτικές προσφορές σύνδεσης και τις εκτάσεις που καλύπτουν φωτοβολταϊκοί σταθμοί που εγκαθίστανται σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 51 του ν. 4178/2013 (Α΄174), δεν υπερβαίνουν το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της κάθε Περιφερειακής Ενότητας.
Η πρόταση αυτή καθιστά μη απαραίτητη την παρακάτω παράγραφο του νομοσχεδίου η οποία θα πρέπει να απαλειφθεί:
“Με την επιφύλαξη του άρθρου 26 του ν. 4496/2017, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς Α.Π.Ε. εγκατεστημένης ισχύος ή μέγιστης ισχύος παραγωγής μεγαλύτερης του 1 MW απαγορεύεται σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών της Αττικής, καθώς και των περιοχών της Επικράτειας που έχουν ήδη καθοριστεί ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας από εγκεκριμένα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (Γ.Π.Σ.) ή Σχέδια Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.) του ν. 2508/1997 (Α’ 124), καθώς και Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.) του άρθρου 29 του ν. 1337/1983 (Α’ 33), εκτός αν διαφορετικά προβλέπεται στα εγκεκριμένα αυτά σχέδια”.
Η παραπάνω παράγραφος θέτει επιπλέον περιορισμούς και σε άλλες μορφές ΑΠΕ (όπως π.χ. τα αιολικά) που δεν προϋπήρχαν σε παλαιότερες ρυθμίσεις.
Ένα άλλο σημείο που χρήζει προσοχής είναι η πρόβλεψη του νομοσχεδίου σύμφωνα με την οποία “με απόφαση των Υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Περιβάλλοντος και Ενέργειας δύναται να προσδιορίζονται περιορισμοί στον τρόπο θεμελίωσης των βάσεων στήριξης των φωτοβολταϊκών συστημάτων, καθώς και υποχρεώσεις για την αποκατάσταση του γηπέδου μετά την αποξήλωση φωτοβολταϊκών σταθμών”. Σε ότι αφορά τον τρόπο θεμελίωσης των βάσεων στήριξης, αυτό αποτελεί ένα καθαρά τεχνικό θέμα που δεν θα έπρεπε να ρυθμίζεται θεσμικά, καθώς η τεχνολογία αναπτύσσεται και προχωρά και ενδέχεται να τεθούν αναίτιοι περιορισμοί.
Το σημαντικό είναι να υπάρχει πλήρης αποκατάσταση του γηπέδου μετά την παύση λειτουργίας του σταθμού. Ήδη από το 2013, με την ΥΑ 3791/2013, «Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ) για έργα ΑΠΕ», ΦΕΚ 104Β/24-1-2013 προβλέπονται τα εξής:
“Μετά την παύση λειτουργίας του έργου, και ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο επήλθε αυτή, θα πρέπει με ευθύνη του κυρίου του έργου και εντός έτους:
- Να απομακρυνθεί πλήρως το σύνολο του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού και των δομικών εγκατάσεων του έργου….
- Να αποκατασταθεί η επιφάνεια του εδάφους στις θέσεις από όπου θα απομακρυνθεί ο ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός και οι δομικές εγκαταστάσεις του έργου”.
Επειδή η εν λόγω ΚΥΑ αφορά τα έργα της Κατηγορίας Β και για να διασφαλιστεί η αποκατάσταση του γηπέδου σε όλες τις περιπτώσεις, προτείνουμε να υπάρξει η εξής ρύθμιση:
“Μετά την παύση λειτουργίας των φωτοβολταϊκών σταθμών, ανεξαρτήτως ισχύος και ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο επήλθε αυτή, θα πρέπει με ευθύνη του κυρίου του έργου και εντός έτους να υπάρξει αποξήλωση των εγκαταστάσεων και αποκατάσταση του γηπέδου, σύμφωνα με όσα σχετικά προβλέπονται στην ΥΑ 3791/2013 (104Β/24-1-2013)”.