Ισως πριν απο 14 χρόνια, κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με καπρίτσιο του τότε πρωθυπουργού. Σήμερα είναι πλέον αυτονόητη υποχρέωση κάθε χώρας, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ειδικά στην ΕΕ, ο ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος θέτει δεσμευτικούς στόχους για πλήρη απανθρακοποίηση μέχρι το 2050 και για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% μέχρι το 2030.
Ο ελληνικός Κλιματικός Νόμος έρχεται να ενσωματώσει αυτούς τους πιο φιλόδοξους στόχους στο εθνικό δίκαιο, έρχεται να δώσει σαφή οριζόντια κατεύθυνση σε όλες τις πολιτικές που επηρεάζουν και επηρεάζονται από την κλιματική κρίση. Μάλλον, αυτό θα έπρεπε να κάνει, αυτό προσπαθεί και σε κάποιο βαθμό καταφέρνει να κάνει.
Πριν βιαστείτε να πείτε ότι αυτοί οι στόχοι είναι εξωπραγματικοί, επιτρέψτε μου να σας προσγειώσω ανώμαλα: Οι στόχοι αυτοί υπολείπονται σημαντικά των επιταγών της επιστήμης όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα πιο επίσημα χείλη (IPCC – Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή, των Ηνωμένων Εθνών).
Ο Κλιματικός Νόμος που φτάνει στη Βουλή, ενα χρόνο μετα τη σχετική εξαγγελία του πρωθυπουργού, θα αποτελέσει τη βάση για την πορεία της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα. Αποτελεί ένα πρώτο βήμα που θα πρέπει να κριθεί οχι μέσα από το παραμορφωτικό φίλτρο του «πού βρισκόμαστε» αλλά μέσα από την οπτική του «πού πρέπει να φτάσουμε για να αποφύγουμε τα χειρότερα». Και εκεί δυστυχώς, υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις που μπορούν να ειδωθούν και ως ευκαιρίες/ ανάγκες βελτίωσης καθοδόν.
Από τη στιγμή που ξεκίνησε η διαμόρφωση του σχεδίου νόμου μεσολάβησε ένας πόλεμος στην Ουκρανία που έφερε στο τραπέζι το πρόγραμμα REPowerEU, έφερε όμως στο τραπέζι την επιτακτική ανάγκη πλήρους απεξάρτησης από ΌΛΑ τα ορυκτά καύσιμα. Ναι, αναφέρομαι ΚΑΙ στο αέριο. Ενώ λοιπόν ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος βάζει σαφείς στόχους για την απολιγνιτοποίηση, δεν κανει το ίδιο για το αέριο και το πετρέλαιο. Δεν είναι όμως η μόνη τρανταχτή έλλειψη ή απουσία που πρέπει να συμπληρωθεί.
Ο Κλιματικός Νόμος χάνει την ευκαιρία να αναδείξει σε προτεραιότητα την προστασία της φύσης, ως μέσο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Δεν αγγίζει έναν ολόκληρο τομέα, τον αγροδιατροφικό, η συμβολή του οποίου είναι εξαιρετικά σημαντική διεθνώς και συνεχώς αυξανόμενη.
Στερείται φιλοδοξίας σε προφανείς τομείς, όπως η εξοικονόμηση ενέργειας στον κτιριακό τομέα, στη βιομηχανία και τις μεταφορές. Στερείται όμως και φιλοδοξίας ώστε να στραφούμε σε 100% παραγωγή καθαρής ενέργειας κάτι που επιβεβαιώνεται από την έλλειψη στοχοθεσίας προκειμένου να “φιλοξενηθούν” περισσότερα έργα ΑΠΕ στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, να υπερσκελιστούν οι όποιες τεχνικές δυσκολίες επέκτασής τους με ταυτόχρονη την υλοποίηση αναγκαίων έργων αποθήκευσης της ενέργειας αυτής. Και πάλι, μέτρο σύγκρισης παραμένει το «τι πρέπει να γίνει ώστε να επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα».
Τέλος, αφήνει τελείως εκτός τους πολίτες, την κοινωνία, τόσο ως υποκείμενα της κλιματικής κρίσης αλλά και ως μέρος της λύσης (αυτοπαραγωγή, ενεργειακές κοινότητες κοκ). Η κλιματική κρίση και μας επηρεάζει δυσανάλογα (περισσότερο τους πλέον αδύναμους και ευάλωτους πληθυσμούς).
Τα παραπάνω δεν αποτελούν σημεία κριτικής στον Νόμο αλλά σημάδια αποτυχίας του πολιτικού μας συστήματος συνολικά. Κανένα από τα κόμματα εξουσίας, διαχρονικά, δεν τόλμησε τις απαραίτητες τομές ενώ οι επιταγές της επιστήμης ήταν σαφείς εδώ και πολλά χρόνια. Αντίθετα, επικεντρώθηκαν στο εφήμερο και τώρα βρισκόμαστε σε κάτι που μοιάζει ανυπέρβλητο εμπόδιο. Δεν είναι όμως. Αρκεί να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας και να αποδεχθούμε ότι θα πρέπει να αλλάξουμε πολλά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα.
(Ο Νίκος Χαραλαμπίδης είναι Διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)