Το οποίο αποτελεί και την βάση για τις όποιες παρεμβάσεις στο περιβαλλοντικό πεδίο να αποδειχθούν αποτελεσματικές. «Δει δε χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων», χρονοδιαγράμματα, επάρκεια ηλεκτροδότησης. Το τρίπτυχο αυτό αν δεν «καλυφθεί ολιστικά και με ορθολογικό σχεδιασμό» θα δημιουργήσει ένα «εκρηκτικό μίγμα» το οποίο με την «σχάση» του θα παραπέμψει σε βιώματα της καθημερινής πραγματικότητας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι πολλά φιλόδοξα νομοθετήματα «σκόνταψαν» στο «δια ταύτα» δηλαδή στην «μετάφρασή τους» με βάση όχι το «όραμα» του νομοθέτη αλλά την πραγματικότητα του συστήματος. Ενός συστήματος που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η χρονοτριβή ελέω της γραφειοκρατίας. Οι περισσότερες πρόνοιες του Κλιματικού Νόμου, που κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, είναι αισιόδοξες, αλλά ενέχουν τον κίνδυνο δύσκολα να τεθούν σε εφαρμογή, εντός των προθεσμιών που τίθενται. Το γιατί το ξέρουμε όλοι από την μέχρι τούδε εμπειρία μας. Αλλά ας πάμε πρώτα στο στόχο. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα γνωστά ο πρώτος Εθνικός Κλιματικός Νόμος, το τονίζω ο πρώτος, ορίζει το θεσμικό πλαίσιο και θέτει συγκεκριμένους στόχους για τη σταδιακή μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, προκειμένου να επιτευχθούν οι εθνικοί κλιματικοί στόχοι για το 2030 και η μετάβαση σε καθεστώς κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Βρισκόμαστε στο μέσο της «τέλειας καταιγίδας» του ενεργειακού χάρη στο οποίο το περιθώριο απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, η καύση των οποίων προκαλεί αέριους ρύπους, μάλλον έχει έρθει από 2025-2030-2050 στο 2022… Σήμερα δηλαδή. Είναι προφανές ότι η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να γίνει ταχύτατα αν δεν θέλουμε, που δεν θέλουμε, τα νούμερα του πληθωρισμού να γίνουν διψήφια και με εύρος χρονικού ορίζοντα που όλοι κατανοούμε τι σημαίνει αυτό για την οικονομία. Η απαγόρευση πώλησης μη ηλεκτρικών αυτοκινήτων από το 2030 και καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης από το 2025, οι προθεσμίες για την αντικατάσταση των ταξί και των ενοικιαζόμενων οχημάτων με ηλεκτρικά οχήματα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος προϋποθέτει ηλεκτροπαραγωγική επάρκεια σε τέτοιο βαθμό ώστε η χρήση του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων, η χρήση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, που απαιτούν φόρτιση, η χρήση θερμαντικών και ψυκτικών στοιχείων που καταναλώνουν ηλεκτρική ισχύ να μην είναι ασύμφορη. Τούτου δοθέντος καθίσταται σαφές ότι άμεσα πρέπει να προηγηθούν επενδύσεις και μάλιστα σημαντικές ώστε η ηλεκτροπαραγωγή να είναι οικονομικά βιώσιμη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς έχει προτείνει την λύση «3Α» η οποία συνάδει με την «ηλιακή στρατηγική» της ΕΕ. Δηλαδή «Αυτοπαραγωγή, Αποθήκευση, Αυτοκατανάλωση» για νοικοκυριά και επιχειρήσεις με επιδότηση μέσω των κονδυλίων της πράσινης μετάβασης, αξιοποίησης όλων των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων που αναφέρονται στην προσπάθεια μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, αλλά και χρηματοδότησης των υποδομών εγκατάστασης και αποθήκευσης, που είναι το ακριβότερο σκέλος μιας επένδυσης 3Α, μέσω του Green Portofolio Guarantee Fund. Τα κεφάλαια του προϊόντος μπορούν να αντληθούν από το ΠΔΕ και τα κεφάλαια του δανείου που σύναψε το Ελληνικό Δημόσιο με την EIB με σκοπό την εκχώρηση τους. Επιπρόσθετα οι ESCOs που θα προσφέρουν την μελέτη και τον απαραίτητο εξοπλισμό σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν.
Τι σημαίνει επι της ουσίας η εφαρμογή του «3Α». Εν αρχεί ενεργειακό «κέρδος» αφού η ζήτηση από τις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες θα μειωθεί σημαντικά. Εδώ οφείλουμε να δούμε το «μείγμα» της ηλεκτροπαραγωγής. Οφείλουμε ως χώρα να επενδύσουμε τάχιστα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) για την επίτευξη τριών βασικών στόχων. Πρώτον για να πέσει το κόστος παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας με ότι αυτό συνεπάγεται, δεύτερον να απεξαρτηθούμε από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα και τρίτον να καταστεί εφικτή η επίτευξη των στόχων που περιλαμβάνονται στον Εθνικό Κλιματικό Νόμο.
Όσον αφορά στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αυτή και πάλι καλείται να προσαρμοστεί- περάσει, εν μέσω συσσωρευμένων προβλημάτων και υποχρεώσεων, σε μία «πράσινη πραγματικότητα». Αναφορικά με τις επιχειρήσεις, από την 1η Ιανουαρίου 2024 οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) για όλα τα έργα και δραστηριότητες θα πρέπει να περιλαμβάνουν υποχρεωτικά ποσοτική καταγραφή μειώσεων/αυξήσεων εκπομπών CO2, που θα προκύψουν από τη λειτουργία του έργου/δραστηριότητας και οδικό χάρτη για την επίτευξη των στόχων της απανθρακοποίησης.
Οι εγκαταστάσεις που κατατάσσονται στα συστήματα περιβαλλοντικών υποδομών (ΧΥΤΑ, βιολογικοί καθαρισμοί, ΚΔΑΥ κ.λπ.), στις τουριστικές, αστικής ανάπτυξης κτηριακού τομέα αθλητισμού και αναψυχής, στις πτηνοκτηνοτροφικές, στις υδατοκαλλιέργειες, στις βιομηχανικές δραστηριότητες, θα πρέπει να έχουν μειώσει κατ' ελάχιστο τις εκπομπές CO2 30% έως το 2030 σε σχέση με το 2019. Εξαιρούνται οι εγκαταστάσεις επιχειρήσεων που εντάσσονται στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ΣΕΔΕ). Σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου, επιβάλλεται πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το 0,5% των ετήσιων εσόδων της εταιρείας.
Έως το 2026 θα πρέπει να έχουν τροποποιήσει την Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων τους (ΑΕΠΟ) και από το 2026 και κάθε χρόνο να υποβάλλουν έκθεση σχετικά με τις εκπομπές του προηγούμενου έτους, η οποία θα επαληθεύεται από πιστοποιημένο φορέα.
Σε περίπτωση μη υποβολής προβλέπεται πρόστιμο 100 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης, το οποίο δεν υπερβαίνει το 0,1% των ετήσιων εσόδων της εταιρείας.
Από το 2023 επιχειρήσεις που ανήκουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες θα πρέπει να υποβάλλουν ετήσια έκθεση σχετικά με το ανθρακικό τους αποτύπωμα για το προηγούμενο έτος, η οποία θα επαληθεύεται από πιστοποιημένο φορέα. Η υποβολή της έκθεσης θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως 31/10 κάθε έτους. Το μέτρο αφορά μεταξύ άλλων επιχειρήσεις εισηγμένες στο χρηματιστήριο, πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές, επενδύσεων, σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, ύδρευσης και αποχέτευσης, ταχυμεταφορών, παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και αλυσίδες λιανεμπορίου που απασχολούν πάνω από 500 εργαζόμενους.
Σε περίπτωση μη υποβολής προβλέπεται πρόστιμο 50 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης, το οποίο δεν υπερβαίνει το 0,01% των ετήσιων εσόδων της εταιρείας.
Και το ερώτημα που αναδύεται αφορά στο κόστος που συνεπάγεται η σύνταξη μελετών και εκθέσεων από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί με ρεαλιστικό τρόπο όχι για την αποφυγή των προστίμων που προβλέπονται αλλά για την επίτευξη των στόχων.
Ουδείς αμφιβάλει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν θέλουν να επιχειρούν σε ένα «καλύτερο»- καθαρότερο περιβάλλον, ουδείς θέλει να ζει σε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον. Αλλά η επιλογή αυτή έχει ένα κόστος το οποίο οφείλουμε να μελετήσουμε και να δώσουμε την πρέπουσα λύση μέσα από την παροχή κινήτρων. Η μείωση των αέριων ρύπων και του CO2 περνάει από την ηλεκτροπαραγωγή η οποία πρέπει να γίνεται αν όχι 100% από ΑΠΕ τουλάχιστον σταδιακά να φτάσει έστω και το 70%.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα μόνο το 35% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε το 2021 παρήχθη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό. Η τιμή του ρεύματος παραμένει στα ύψη και θα παραμένει στα ύψη αν δεν επενδύσουμε στις ΑΠΕ. Οι στόχοι του Κλιματικού Νόμου πρέπει να επιτευχθούν. Εδώ υπάρχει μία ευκαιρία που πρέπει να την αδράξουμε. Και η ευκαιρία αυτή είναι να αξιοποιήσουμε τα κονδύλια που η ΕΕ θα απελευθερώσει προσεχώς με στόχο επενδύσεις σε ΑΠΕ για την απεξάρτηση της ΕΕ από τα ορυκτά καύσιμα. Οι κλιματικές επενδύσεις πράγματι κοστίζουν ακριβά στην ΜμΕ επιχειρηματικότητα, αλλά ο πρώτος κλιματικός νόμος στη χώρα μας είναι στη κυριολεξία επένδυση ζωής.
(Ο Βασίλης Κορκίδης είναι Πρόεδρος ΕΒΕΠ και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικης)