Η ταχύτατα εξελισσόμενη ενεργειακή κρίση, η απαρχή της οποίας εντοπίζεται σχεδόν ενάμιση χρόνο πριν, κατά την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας στη μετά covid εποχή και την επακόλουθη αύξηση της ζήτησης για ενέργεια, ανέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο το ειδικό βάρος της ενέργειας στις παγκόσμιες (γεω)πολιτικές, (γεω)οικονομικές και θεσμικές εξελίξεις. Η ενέργεια αποτελεί βασική προϋπόθεση οικονομικής λειτουργίας και διατήρησης της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέδειξε ότι η ενεργειακή πολιτική είναι πρωτίστως πολιτική ασφάλειας.
Παράλληλα, οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί λειτουργούν ως επιταχυντές οικονομικο-κοινωνικής αποσταθεροποίησης, ιδίως στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, και ταυτόχρονα οι εξελίξεις αυτές στο εσωτερικό κρατών και οντοτήτων (πχ ΕΕ) εντείνουν περαιτέρω τις γεωπολιτικές συγκρούσεις. Παρατηρείται έτσι ένας φαύλος κύκλος αλληλοτροφοδοτούμενων διαταραχών που παράγουν δευτερογενή αποτελέσματα όπως πληθωριστικές πιέσεις, αντίστροφα προοδευτική ανακατανομή εισοδημάτων και πλούτου, αύξηση ανισοτήτων, επισιτιστική κρίση.
Προς τον μετασχηματισμό της γεωπολιτικής ενεργειακής σκακιέρας
Τα πράγματα περιπλέκονται και για τα κράτη-προμηθευτές ενέργειας τα οποία θα επιδιώξουν την ενίσχυση (ή και τη διατήρηση) της θέσης τους στο «power game» των ενεργειακών αγορών. Η αναδρομολόγηση των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας από τη Δύση στην Ασία, μέσω της αύξησης των εξαγωγών πετρελαίου από το ανατολικότερο λιμάνι της Μόσχας, το Κοζμίνο, επιχειρεί όχι μόνο να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο των δυτικών κυρώσεων, αλλά και να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση από Ασιάτες αγοραστές. Ακόμη πιο φιλόδοξες είναι οι επιδιώξεις του Κατάρ, του μεγαλύτερου εξαγωγέα υγροποιημένου φυσικού αερίου στον κόσμο (στο εξής LNG), το οποίο, αποσκοπώντας στην αύξηση των εξαγωγών κατά 64% ως το 2027, δρομολογεί επέκταση της παραγωγής στο κοίτασμα φυσικού αερίου North Field (το μεγαλύτερο σε ποσότητα παγκοσμίως), ενώ είχε προηγηθεί, προ τετραετίας, η αποχώρησή του από τον OPEC (Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) προκειμένου να εξειδικευθεί στην παραγωγή φυσικού αερίου. Ήδη μια πρώτη συμφωνία έχει επιτευχθεί με την Γερμανία για προμήθεια LNG από το 2024, ενώ βρίσκεται σε διμερείς συνομιλίες με την Τσεχία.
Στο ίδιο πνεύμα, αναδυόμενοι ενεργειακοί παίκτες της αφρικανικής ηπείρου επιχειρούν να αυξήσουν το μερίδιό τους στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας[1]. Χαρακτηριστική είναι η προσέγγιση της Ιταλίας με την Αλγερία, μια χώρα καθοριστικής σημασίας για το ενεργειακό σκηνικό (όπως άλλωστε απέδειξαν και οι διαδοχικές επισκέψεις των Μπλίνκεν και Λαβρόφ το περασμένο διάστημα), μιας και κατέχει την 6η θέση στη παγκόσμια κατάταξη εξαγωγών φυσικού αερίου και την 10η σε αποθέματα. Η ΕΕ εισήγαγε το 2021 55 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) φυσικού αερίου είτε ως LNG είτε μέσω των αγωγών Medgaz και Transmed που καταλήγουν στην Ισπανία και την Ιταλία αντίστοιχα. Αντίστοιχες προθέσεις ενεργειακής διασύνδεσης έχουν εκδηλώσει το Αζερμπαϊτζάν και το Ομάν, καθώς και αφρικανικά κράτη (πχ Νιγηρία, Ν. Αφρική, Σενεγάλη -χώρες με σημαντικά ενεργειακά αποθέματα που αποτέλεσαν σταθμούς στο πρώτο ταξίδι του Ο. Σολτς ως Καγκελάριου, σηματοδοτώντας την επιχειρούμενη ενεργειακή στροφή προς την Αφρική), ενώ στο παιχνίδι μπαίνει και η πάλαι ποτέ «δαιμονοποιημένη» Βενεζουέλα. Η απόφαση μεταφοράς πετρελαίου προς την Ευρώπη από την ιταλική εταιρεία ΕΝΙ και την ισπανική REPSOL, με τις ευλογίες του Λευκού Οίκου, έχει πρωτίστως συμβολική σημασία. Οι ΗΠΑ (με τον πρόεδρο Μπάϊντεν να έχει το βλέμμα στραμμένο στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου), θέλουν το πετρέλαιο της Βενεζουέλας να φτάσει στην Ευρώπη, όχι μόνο για να συμβάλει στην απεξάρτησή της από τη Ρωσία, αλλά κυρίως ως μέρος της στρατηγικής τους για αύξηση του βαθμού ελέγχου τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Παράλληλα, επιδιώκουν να μειωθούν οι πωλήσεις πετρελαίου της λατινοαμερικανικής χώρας προς την Κίνα, η οποία αγοράζει το 70% του πετρελαίου της Βενεζουέλας.
Η πρόκληση της ενεργειακής μετάβασης
Στο πλαίσιο αυτό, και καθώς το ενεργειακό σκηνικό αναδιατάσσεται βίαια, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να διαμορφώσει εναλλακτικές λύσεις ενεργειακού εφοδιασμού προκειμένου να εξασφαλίσει όχι μόνο την ενεργειακή της αυτονομία αλλά πρωτίστως την ενεργειακή της ασφάλεια. Η κρίση ανέδειξε τις εγγενείς αδυναμίες της ΕΕ, τόσο ως προς την έλλειψη μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής και κοινής «φωνής» (πχ αρχική αντίθεση Τσεχίας, Ουγγαρίας, Σλοβακίας στο -αμερικανικής έμπνευσης- εμπάργκο ρωσικού πετρελαίου), όσο και ως προς τη διαχρονική αδυναμία της να προχωρήσει σε μεγάλες επενδύσεις στην έρευνα νέων πηγών ενέργειας. Ταυτόχρονα, κατέδειξε ότι κατά τον σχεδιασμό των πολιτικών για την ενεργειακή ασφάλεια έχει έρθει η ώρα να μεταβούμε από το πρότυπο just-in-time[2] στο πρότυπο just-in-case[3], αυτό δηλαδή που θα καταστήσει την ΕΕ ανθεκτική σε περίπτωση μεγαλύτερων διαταραχών ή και διακοπών του ενεργειακού εφοδιασμού.
Η εμπέδωση ενός τέτοιου προτύπου κατά τη διαμόρφωση ενεργειακών πολιτικών παραπέμπει στο λεγόμενο «τρίγωνο της ενεργειακής πολιτικής», υπό την έννοια ότι κάθε απόφαση που αφορά ενεργειακά θέματα πρέπει να ικανοποιεί ισόρροπα τρεις βασικές συνιστώσες: ενεργειακή ασφάλεια, οικονομική προσιτότητα, προστασία του περιβάλλοντος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία κλόνισε τα θεμέλια του ενεργειακού συστήματος διευρύνοντας την κρίση και έθεσε ως προτεραιότητα την ενεργειακή ασφάλεια δημιουργώντας αποκλίνουσες τάσεις από τους άλλους δύο στόχους.
Ακολούθως, ο στόχος της μετάβασης σε ένα καθαρότερο ενεργειακά περιβάλλον, όπως αυτός αποτυπώνεται σε διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα, μοιάζει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Σύμφωνα με ανάλυση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός[4], τα ορυκτά καύσιμα παράγουν περισσότερο από 80% της ενέργειας που καταναλώνεται παγκοσμίως, ενώ περισσότεροι από 700 εκατ. άνθρωποι δεν έχουν ακόμη πρόσβαση σε βασικά ενεργειακά αγαθά («ενεργειακή φτώχεια»). Αντιθέτως, η ηλεκτροπαραγωγή από αιολική και υδροηλεκτρική ενέργεια παγκοσμίως για το 2021 ήταν μόνο 10%. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 54η θέση σε σύνολο 113 χωρών ως προς την πρόοδο που έχει πετύχει στην πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση.
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται το φυσικό αέριο διατηρεί τη σημασία του για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια καθώς θεωρείται το «μεταβατικό καύσιμο» που θα στηρίξει την ομαλή ενεργειακή μετάβαση έως ότου κλιμακωθεί η χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την θέση της ΕΕ η οποία εισάγει το 40% του φυσικού αερίου που καταναλώνει από τη Ρωσία και το 30% του πετρελαίου της, σε μια περίοδο που το βασικό διακύβευμα φαίνεται να είναι η απαγκίστρωση από το ρωσικό αέριο σε συνδυασμό με τη διασφάλιση ενεργειακής ασφάλειας.
REPower EU: Η ευρωπαϊκή απάντηση
Η απάντηση της ΕΕ στο ανωτέρω διακύβευμα ήρθε με το «REPowerEU», ένα σχέδιο σταδιακής απεξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και την οικοδόμηση ανθεκτικότητας του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος. Ο στόχος της ενεργειακής αποσύνδεσης ΕΕ-Ρωσίας φαίνεται να βρίσκει απήχηση και στους Ευρωπαίους πολίτες καθώς σε έρευνα του Ευρωβαρόμετρου το 85% αυτών τάσσονται υπέρ αυτού και το 84% θεωρεί ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει την ανάγκη για επενδύσεις ανανεώσιμης ενέργειας.
Ειδικότερα, το σχέδιο στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες: α) εξοικονόμηση ενέργειας (μέσω αύξησης του στόχου ενεργειακής απόδοσης από 9% σε 13%, αλλαγή συμπεριφορικών προτύπων των Ευρωπαίων πολιτών στο πνεύμα του νέου σχεδίου “Playing my part” που υπολογίζεται ότι θα μειώσει κατά 5% τη ζήτηση για αέριο και πετρέλαιο, εθνικά μέτρα ενθάρρυνσης εξοικονόμησης ενέργειας, πχ φοροελαφρύνσεις), β) διαφοροποίηση προμηθευτών ενέργειας (μέσω της νεοσυσταθείσας Ενεργειακής Πλατφόρμας της ΕΕ για κοινές εθελοντικές αγορές αερίου και υδρογόνου μέσω συγκέντρωσης της ζήτησης και συντονισμένης προσέγγισης προμηθευτών, γ) επιτάχυνση ενεργειακής μετάβασης μέσω γενικευμένης χρήσης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, στη βιομηχανία, στις μεταφορές και στα κτίρια (αύξηση του στόχου για ΑΠΕ από 40% στο 45% ως το 2030, διπλασιασμός φωτοβολταϊκής ισχύος ως το 2025, σταδιακή υποχρέωση εγκατάστασης ηλιακών συλλεκτών σε καινούρια δημόσια κτίρια και κατοικίες, απλοποίηση αδειοδοτικής διαδικασίας για ΑΠΕ, στόχος για παραγωγή 10 εκατ. τόνων πράσινου υδρογόνου και για εισαγωγή επιπλέον 10 εκατ. τόνων έως το 2030), δ) έξυπνες επενδύσεις (έμφαση στις διασυνοριακές συνδέσεις που οδηγούν σε ενιαία ενεργειακή αγορά και κυρίως στα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος, η υλοποίηση των οποίων αναμένεται να διασφαλίσει τον αδιάκοπο εφοδιασμό της Ευρώπης).
Σύμφωνα με προβλέψεις της Κομισιόν, η υλοποίησή του θα εξοικονομεί στην ΕΕ δαπάνες 80 δισ. ευρώ για εισαγωγές αερίου, 12 δισ. για εισαγωγές πετρελαίου και 1.7 δισ. για εισαγωγές άνθρακα ετησίως ως το 2030. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο -τουλάχιστον σε επίπεδο διακήρυξης στόχων, για την υλοποίηση του οποίου προβλέπεται χρηματοδότηση ύψους 300 δισ. ευρώ (72 εκατ. ως επιχορηγήσεις, 225 εκατ. ως δάνεια). Ωστόσο, ήδη από τις πρώτες ημέρες της δημοσιοποίησής του, φορείς και ειδικοί, ήγειραν ενστάσεις ως προς τη βιωσιμότητά του, χαρακτηρίζοντας κάποιους από τους στόχους «μη πραγματικούς»[5], εκτιμώντας ότι η προβλεπόμενη χρηματοδότηση δεν επαρκεί (μόνο για τις επενδύσεις που θα χρειαστούν για την αύξηση στο 45% της χρήσης ΑΠΕ απαιτείται σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο ευρώ)[6]. Επιπλέον, ευρωπαϊκές επιχειρηματικές οργανώσεις και μικρομεσαίες επιχειρήσεις επισημαίνουν ότι οι προβλεπόμενες αλλαγές απαιτούν κοστοβόρες μεταρρυθμίσεις, το βάρος των οποίων δεν μπορούν να «σηκώσουν», ειδικά μετά τις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων ετών. Περαιτέρω προβληματισμοί σχετίζονται με το γεγονός ότι δεν προβλέπει τη θέσπιση ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου που θα στηρίζει τα κράτη-μέλη στην αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους (ειδικά χώρες δημοσιονομικά αδύναμες όπως η Ελλάδα), δεν επιβάλει πλαφόν στις διεθνείς τιμές ενέργειας, δεν διοχετεύει πόρους για την άμεση ανακούφιση πολιτών και επιχειρήσεων, καθώς και ότι εμπεριέχει έντονα το στοιχείο της ατομικής ευθύνης των Ευρωπαίων πολιτών προτρέποντάς τους να περιορίσουν την κατανάλωση ενέργειας.
Ο δρόμος για την ενεργειακή χειραφέτηση
Όπως όλα δείχνουν, η ενεργειακή χειραφέτηση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο (και γενικά από τα ορυκτά καύσιμα) δεν θα είναι απλή υπόθεση, ενώ η απόλυτη ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ -η οποία, με την εξαίρεση της σημαντικής αύξησης της τιμής της βενζίνης -ζήτημα και συμβολικό μεταξύ άλλων για τις ΗΠΑ, ελάχιστα επηρεάζεται από την τρέχουσα κρίση αλλά αντιθέτως βρίσκει ευκαιρία να πουλά LNG στις ευρωπαϊκές αγορές- επιβεβαιώνει ότι η μόνη στρατηγικά και οικονομικά χαμένη είναι η Ευρώπη. Οι κίνδυνοι, μάλιστα, αυξάνονται αν σκεφτούμε ότι χώρες δυνητικοί προμηθευτές ενδεχομένως να έχουν διαφορετικά συμφέροντα. Το Κατάρ για παράδειγμα ενδιαφέρεται για μακροπρόθεσμες συνεργασίες στις εξαγωγές LNG και η μετάβαση της Ευρώπης στην πράσινη ενέργεια ενδέχεται να λειτουργήσει αποθαρρυντικά (ήδη έχει υπογράψει δεκαπενταετή συμφωνία με την Κίνα), ενώ οι στενές σχέσεις Κρεμλίνου-Αλγερίας υπονοούν ότι σε μελλοντική επιδείνωση της ρωσο-δυτικής διαμάχης, το Αλγέρι θα επιλέξει να κρατήσει ισορροπίες.
Με αυτά τα δεδομένα η ΕΕ, στοχεύοντας μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να αποχωριστεί την μονεταριστική, νεοφιλελεύθερη πολιτική της και να κάνει τολμηρά βήματα για την αντιμετώπιση την κρίσης, με βασικό την έκδοση ευρωομολόγου που θα καλύπτει το κόστος της ενεργειακής μετάβασης (αλλαγή του εθνικού ενεργειακού μείγματος, κόστος επενδύσεων σε ΑΠΕ, οικονομική αποζημίωση για την απαξίωση ορυκτού πλούτου σε χώρες με ορυκτά καύσιμα, κάτι που θα ήταν ιδιαίτερα θετικό για την Ελλάδα μετά τη βεβιασμένη απόφαση για πρόωρη απολιγνιτοποίηση, η οποία εν τέλει ανατράπηκε υπό το βάρος των εξελίξεων). Σε άλλη περίπτωση, η ζυγαριά φαίνεται ότι θα βαραίνει περισσότερο προς την πλευρά των δυσκολιών παρά προς εκείνη των δυνατοτήτων.
[1] Σύμφωνα με έρευνα της Rystad Energy η Αφρική αναμένεται να πετύχει παραγωγή φυσικού αερίου 470 bcm ως το 2030, ποσοστό που ισοδυναμεί με περίπου το 75% του φυσικού αερίου που παράγεται σήμερα από τη Ρωσία.
[2] Το πρότυπο just-in-time σημαίνει ότι η λήψη αποφάσεων και συνακόλουθη ανάληψη δράσεων για θέματα κρίσιμης σημασίας πραγματοποιείται σχεδόν οριακά, όταν το πρόβλημα είναι ήδη έντονο, με εμφανείς επιπτώσεις. Αντιθέτως, το πρότυπο just-in-case εμπεριέχει την έγκαιρη και εκ των προτέρων δράση που εξασφαλίζει σταθερότητα και ανθεκτικότητα σε μελλοντικές διαταραχές.
[3] World Economic Forum 2022, “5 strategies to navigate the shifting frontiers of the energy transition”, Roberto Bocca, Harsh Vijay Singh.
[4] “Fostering Effective Energy Transition”, 2022 Edition, World Economic Forum: https://www3.weforum.org/docs/WEF_Energy_Transition_Index_2022.pdf
[5] Πρόκειται για τους στόχους παραγωγής και εισαγωγής υδρογόνου. Βλ. “In-depth Q&A: How the EU plans to end reliance on Russian fossil fuels”, CarbonBrief, https://www.carbonbrief.org/in-depth-qa-how-the-eu-plans-to-end-its-reliance-on-russian-fossil-fuels/
[6] “Europe’s bold new energy plan will need wartime-like planning to meet goals, Rystad says”, Offshore Energy, https://www.offshore-energy.biz/europes-bold-new-energy-plan-will-need-wartime-like-planning-to-meet-goals-rystad-says/
(Η Αντιγόνη Βουλγαράκη είναι Πολιτική Επιστήμονας, MSc Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Πολιτική – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο 6ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)