Την «επανακρατικοποίηση» της ΔΕΗ εξήγγειλε από τη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας. «Επανακρατικοποιούμε τη ΔΕΗ. Ανακτούμε τουλάχιστον το 51% του Δημοσίου στο μετοχικό της κεφάλαιο. Η ΔΕΗ επιστρέφει από την αισχροκέρδεια στον ιδρυτικό της σκοπό ως εταιρία κοινής ωφέλειας. Με κοινωνικά τιμολόγια χωρίς ουσιαστικό κέρδος για να κερδίζουν μερίσματα οι ιδιώτες μέτοχοι», είπε χαρακτηριστικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Μπορεί να επανακρατικοποιηθεί η ΔΕΗ; Τι οφέλη και τι ζημιές θα έχει μια τέτοια κίνηση σε μια εποχή μάλιστα που ηγέτες όπως ο Μακρόν και ο Σολτς κρατικοποιούν ενεργειακούς κολοσσούς της χώρας τους, φοβούμενοι ότι διαφορετικά δεν θα αντέξουν οικονομικά; Τι οφέλη θα υπάρξουν για τους καταναλωτές και το κοινωνικό σύνολο; Ποια είναι τα εμπόδια.
Το iEnergeia.gr ζήτησε να σχολιάσουν το θέμα τρια πρόσωπα, στελέχη των μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας, αλλά και εξειδικευμένοι στο θέμα.: Στον δημοσιογράφο και βουλευτή της ΝΔ Μπάμπη Παπαδημητρίου. Στον Νικόλα Φαραντούρη, Καθηγητή της Ευρωπαϊκής Έδρας JeanMonnet στο Δίκαιο Ενέργειας & Ανταγωνισμού και Διευθυντής Μεταπτυχιακών στην Ενέργεια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Σύμβουλο του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Και στον αναπληρωτή καθηγητή του ΕΜΠ και τομεάρχη Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής Χάρη Δούκα.
Μπάμπης Παπαδημητρίου: Ναι στην ισχυρή δημόσια ΔΕΗ, όχι σε μια κρατική καταβόθρα
Η «ιδέα» για επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ είναι τόσο παρωχημένη όσο και το κοινό πρόγραμμα της γαλλικής αριστεράς που έφερε τον Μιτεράν στην προεδρία της χώρας του για να διαπιστώσει ο ίδιος αυτός, μέσα σε λίγους μήνες, ότι επρόκειτο για χείμαιρρα, καταστροφική μάλιστα, αφού η μεγάλη αυτή χώρα έχασε μια δεκαετία στον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Ο κ. Τσίπρας δεν ήταν δέκα χρονών όταν συνέβησαν αυτά αλλά έχει την υποχρέωση, ως πολιτικός και πρώην πρωθυπουργός (αλλά και ως «αριστερός») να θυμάται καλύτερα τι σημαίνει κρατικοποίηση των μεγάλων και κρίσιμων εταιρειών. Εξάλλου, γιατί μόνον τη ΔΕΗ και όχι και άλλες ιδιωτικοποιημένες (και από τον ίδιο) ή καθαρά ιδιωτικές εταιρείες, που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην οικονομία μας και ειδικότερα στην αγορά ενέργειας;
Μη σας φαίνεται «τραβηγμένο» ή ρητορικό το ερώτημα. Οσο σύνθετες κι αν είναι οι αγορές, συχνά αντιδρούν «σα μικρά παιδιά». Γιατί, ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό που είπε ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη, είναι να καταλυθούν νόμοι και κανόνες που ισχύουν με αυστηρότητα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Είπε, για παράδειγμα, ότι θα το κάνει με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Δεν είπε, αλλά υπονοείται ότι θα πρέπει να απαγορεύσει τη συμμετοχή των υπολοίπων μετόχων (που είναι ξένα αμοιβαία κεφάλαια και όχι κάποιος «καπιταλιστής) και, τελικά, να τους αποζημιώσει για την ζημία που υποχρεωτικά θα προκαλέσει. Για να κάνει κάτι παρόμοιο χρειάζονται πάρα πολλά χρήματα, τα οποία βεβαίως θα βάλει ο φορολογούμενος. Εξάλλου, καθόλου δεν καταλαβαίνω γιατί να κάνει η κυβέρνηση κάτι τέτοιο όταν αυτή τη στιγμή το κράτος, ως κύριος μέτοχος, έχει τον ασφαλή έλεγχο της διοίκησης.
Θα μπορούσε να κάνει αυτό που έκανε ο Μακρόν; Ο γάλλος πρόεδρος, αντιμέτωπος με μια πολύ δύσκολη επανεκλογή του, όρισε με νόμο, την τιμή του ρεύματος και ο κ. Τσίπρας θέλει να υποχρεώσει τη ΔΕΗ να πουλά το ρεύμα κάτω από το πραγματικό κόστος. Που σημαίνει, όπως ακριβώς συνέβη με τη γαλλική EDF ότι η εταιρεία θα «χάσει χοντρά». Η γαλλική εταιρεία έφτάσε στο σημείο να ασκήσει δίωξη στην γαλλική κυβέρνηση επειδή υποχρεώθηκε να πουλά ρεύμα κάτω από το κόστος στους ανταγωνιστές της, εντός και εκτός γαλλικών συνόρων, με αποτέλεσμα ο Μακρόν να διώξει, αφού είχε ήδη την πλειοψηφία των μετοχών, τη διοίκηση, η εταιρεία να καταρρρεύσει και ο Μακρόν να υποχρεωθεί να βάλει κοντά 10 δις ευρώ για να πάρει το 100% των μετοχών (είχε ήδη το 84%). Συμπέρασμα, η γαλλική εμπειρία δεν μοιάζει σε τίποτε με τη δική μας.
Ούτε η γερμανική περίπτωση της Uniper μοιάζει. Η συγκεκριμένη εταιρεία ανήκει εν μέρει στο γερμανικό κράτος και κυρίως στο φιλανδικό κράτος μέσω μεγάλων συνταξιοδοτικών αμοιβαίων κεφαλαίων. Το βαστικό της πρόβλημα είναι το υπέρογκο κόστος αλλά και το κλείσιμο της βάνας του ρωσικού αερίου καθώς δεν διαθέτει ρευστότητα για να πληρώσει του ρώσους. Τα δύο αυτά γεγονότα απειλούν την Uniper σε απειλή χρεωκοπίας. Η κατάσταση υποχρεώνει το γερμανικό δημόσιο να βάλει πολλά χρήματα για τη διάσωσή και, ως αντάλλαγμα, συζητεί να πάρει τον μετοχικό έλεγχο.
Σημειώστε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε, υπό όρους τραγικών εξελίξεων, να συμβεί και στην Ελλάδα αν η κρίση με το ρώσικο αέριο εξελιχθεί ακόμη χειρότερα. Αλλά, μέχρι στιγμής, δεν έχουμε κανένα λόγο να σπεύσουμε. Το κράτος έδωσε ήδη ένα τεράστιο ποσό, υπολογίστηκε σε πάνω από 500 εκατ. ευρώ, το 2019, προκειμένου να διασώσει την ΔΕΗ. Η επιχείρηση δεν είχε κάνει καμία επένδυση σε ανανεώσιμες, δεν είχε συντηρήσει κανέναν λιγνιτικό σταθμό και είχε, για πολιτικούς λόγους, παγώσει τα τιμολόγιά της. Με αποτέλεσμα, όπως αποκάλυψε μελέτη του ελεγκτικού οίκου E+Y, που είχε παραγγείλει η προηγούμενη διοίκηση, να υπάρχει «ουσιώδης αβεβαιότητα, η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας και του ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους». Η Νέα Δημοκρατία είχε, τότε, καταγγείλει ότι η διοίκηση (αποτελούμενη από συνδικαλιστές και κομματικά στελέχη) είχε «παραλάβει τη ΔΕΗ με 90 εκατ. κέρδη και την είχε φορτώσει με 900 εκατ. ζημίες», οι οποίες μάλιστα είχαν ξεπεράσει το 1,5 δις όταν, με τη νίκη της ΝΔ, τοποθετήθηκε η νέα διοίκηση. Πράγματι, το 2018 τα επίσημα αποτελέσματα της ΔΕΗ έδειξαν ζημία 850 εκατ., η μετοχή της έπεσε στο 1,16 ευρώ (σήμερα, εν μέσω κρίσης είναι πάνω από 5 ευρώ) με το αέριο τότε να κοστίζει κάτω από 25 και σήμερα πάνω από 450 ευρώ η μεγαβατώρα!
Σημειώστε ακόμη ότι η ΔΕΗ δεν έχει μοιράσει μέρισμα και δεν πρόκειται να μοιράσει πριν το 2023 (και θα δούμε πότε με την παρούσα κρίση) άρα δεν «κερδίζουν» οι ιδιώτες μέτοχοι, που έβαλαν στη διάσωση της δικής μας επιχείρησης πολλά χρήματα, τα οποία προφανώς γλίτωσαν οι δικοί μας φορολογούμενοι. Προσθέστε ότι το 2019 το 51% των μετοχών που κατείχε το κράτος άξιζε 150 εκατ. ευρώ ενώ σήμερα το 34% που ελέγχει το κράτος αξίζει γύρω στα 700 εκατ. ευρώ, εν μέσω της μεγαλύτερης ενεργειακής κρίσης που έχουν ποτέ αντιμετωπίσει. Ας μη ξεχνούν οι «ειδικοί» του κ. Τσίπρα ότι, μέχρι στιγμής, η ΔΕΗ έχει ήδη στηρίξει νοικοκυριά, επιχειρήσεις και βιομηχανία με εκπτώσεις και σταθερά τιμολόγια ύψους περίπου 1,5 δις ευρώ ενώ έχει βάλει στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, από το οποίο σηκώνει χρήματα η κυβέρνηση για να επιστρέψει στους καταναλωτές, ποσό μεγαλύτερο των 700 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, έχει κάνει σημαντικότατα έργα παραγωγής ηλεκτρισμού ήπιων μορφών (όταν επί ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε γίνει ΚΑΝΕΝΑ), «ανάβει» σε χρόνο ρεκόρ τους λιγνίτες και τελειώνει τη μόνη σύγχρονη μονάδα λιγνίτη, που ξεκίνησε επί Σαμαρά (και είναι η μόνη που συνέχισε η παλαιά διοίκηση). Τα διασυνδεμένα έργα, που καθιστούν ανθεκτική της μεγάλη δημόσια επιχείρηση, ήσαν μόλις 4 γιγαβάτ το 2019 και εφέτος θα φθάσουν τα 10 γιγαβάτ.
Συμπέρασμα, η ΔΕΗ που θέλει να «κομματικοποιήσει» η αξιωματική αντιπολίτευση είναι μια επιχείρηση «αποκούμπι» για το νοικοκυριό και την οικονομία ενώ, αν ο κ. Τσίπρας εμπιστευθεί τους δήθεν τεχνοκράτες που τον συμβουλεύουν, θα γίνει μια μεγάλη καταβόθρα δημόσιου χρήματος που θα την πληρώνουμε και ως καταναλωτές και ως φορολογούμενοι.
Νικόλας Φαραντούρης: Δεν είναι η απάντηση που μας διαφωτίζει, αλλά η ερώτηση
“Η Κυβέρνηση αρέσκεται σε «απαντήσεις». Όμως, με τα λόγια του Ιονέσκο, «δεν είναι η απάντηση που μας διαφωτίζει», αλλά η ερώτηση και αυτή δεν είναι άλλη από: Χαρίν ποίου τελικά (πρέπει να) λειτουργούν οι εταιρείες αυτές;”
Ευγένιος Ιονέσκο (Eugène Ionesco): Ο θεμελιωτής του Θεάτρου του Παραλόγου. Μέσα από τα έργα του ανανέωσε το αδιέξοδο της επικοινωνίας και µέσω αυτής το αδιέξοδο και το παράλογο της ίδιας της ζωής. Οι αναζητήσεις του μετατράπηκαν σε θεατρικά έργα μέσα από τα οποία αποδοκίμασε την υποκρισία της εξουσίας. Πόσο επίκαιρος.
Ο Ιονέσκο μας υπενθυμίζει: «Δεν είναι η απάντηση που μας διαφωτίζει, αλλά η ερώτηση». Και η ερώτηση δεν είναι άλλη από αυτήν:
Χάριν ποίου λειτουργούν τελικά η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και η Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ);
Αποκαλούνται «Δημόσιες Επιχειρήσεις» και χαρακτηρίζονται «κοινής ωφέλειας». Κι αν η νομοθεσία των τελευταίων ετών σταδιακά αποψίλωσε τις δημόσιες αυτές επιχειρήσεις από αναφορές στην υποχρέωση να υπηρετούν το δημόσιο καλό, ωστόσο η ίδια νομοθεσία αλλά και τα καταστατικά τους, επιφυλάσσουν για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις υποχρεώσεις δημοσίου χαρακτήρα και κοινοφελούς σκοπού («ενεργειακής ασφάλειας», «τελευταίου καταφυγίου», «ενεργειακής ευστάθειας»). Αλλά ακόμη κι αν η νομοθεσία σιωπούσε εντελώς, η παρουσία του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών αυτών (όπως και άλλων, για να μην ξεχνιόμαστε: των ΕΛΠΕ, της ΕΥΔΑΠ, των εταιρειών ενεργειακών δικτύων και υποδομών), αναγνωρίζουν πανηγυρικά μεταξύ άλλων και τη δημοσίου συμφέροντος αποστολή τους. Διότι απλούστατα αυτό (οφείλει να) είναι το συμφέρον του μετόχου-Δημόσιου. Είτε απευθείας, είτε μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, του Υπερταμείου ή οποιουδήποτε άλλου μορφώματος γέννησε η κρίση και τα Μνημόνια.
Γιατί λοιπόν παροξύνει τα αντισώματα κάποιων η αναφορά σε «κρατικοποίηση της ΔΕΗ»; Δεν υφίσταται χάριν του Δημοσίου Συμφέροντος, ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες παρατεταμένης κρίσης που δοκιμάζονται το όρια των πολιτών; Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να λειτουργεί χάριν του Δημοσίου Συμφέροντος; Ή ακόμη πιο καθαρά: Υπάρχει κάτι μεμπτό στον κρατικό έλεγχο – με χρηστή διοίκηση, χωρίς κακοδιαχείριση – μίας ενεργειακής εταιρείας που θα λειτουργεί για κοινοφελείς σκοπούς χάριν του δημοσίου συμφέροντος;
Δεν θα επεκταθώ στις διεθνείς εξελίξεις. Είναι γνωστές και χιλιοειπωμένες. Πολλές και οικονομικά φιλελεύθερες Κυβερνήσεις χωρών της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία) και του κόσμου προχωρούν σε κρατικοποιήσεις ενεργειακών εταιρειών για να μπορεί το Δημόσιο να ασκήσει αποτελεσματικά δημόσιες ενεργειακές πολιτικές. Φαινόμενα όπως υπερκέρδη εν μέσω ενεργειακής κρίσης, ιλιγγιώδεις μισθοί και bonus στελεχών και Διοικητικών Συμβουλίων συνδεδεμένα με τα κέρδη, αναπροσαρμογές τιμών 400% και μετακύλιση στον τελικό καταναλωτή χωρίς διαχείριση ρίσκου, συνάδουν με τον δημόσιο χαρακτήρα τέτοιων εταιρειών;
Η απάντηση της Κυβέρνησης είναι αμήχανη και στρεψόδικη, τόσο στο θέμα αυτό, όσο όμως και στις επιμέρους προτάσεις για μία στιβαρή και αποτελεσματική παρουσία του Δημοσίου στην ενεργειακή αγορά εν μέσω κρίσης. Για παράδειγμα, αναφορικά με το πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, αυτό ήδη προβλέπεται στις προτάσεις της Ευρωπαϊκή Επιτροπής ενώ άλλες χώρες της ΕΕ έχουν σπεύσει εδώ και μήνες να υλοποιήσουν. Η πρόταση αυτή δεν σκοπεύει στην συνέχιση της αισχροκέρδειας με χρηματοδότηση και πάλι αποκλειστικά από τον δημόσιο κορβανά. Αυτήν την στιγμή, με τον μηχανισμό που ενεργοποίησε όψιμα και αποσπασματικά τον περασμένο Αύγουστο η Κυβέρνηση, τα περιθώρια κέρδους παραμένουν ιλιγγιώδη. Ο ελληνικός μηχανισμός για τη δήθεν παρακράτηση των υπερκερδών «στην πηγή» εξακολουθεί να επιτρέπει τεράστιο περιθώριο κέρδους λόγω της αναντιστοιχίας της τιμής αγοράς του φυσικού αερίου σε σχέση με το όριο τιμής που τέθηκε στις μονάδες φυσικού αερίου σε σχέση με τα έσοδά τους στην αγορά ηλεκτρισμού, καθώς και της μετακύλισης ποσοτήτων στην ενδοημερήσια αγορά εξισορρόπησης(όπως ορθώς επισημάνθηκε και από τη ΡΑΕ την προηγούμενη εβδομάδα στη ΔΕΘ). Στην πραγματικότητα μέσω του ανεπαρκούς αυτού μηχανισμού νομιμοποιούνται τα υπερκέρδη των εταιρειών.
Επιπλέον, η Κυβέρνηση αποκρύπτει ότι κάποιοι σήμερα εξακολουθούν να καρπώνονται υπερκέρδη στη λιανική απολαμβάνοντας ακόμη μεγαλύτερο profitmargin ακόμη και σε σύγκριση με την «ρήτρα αναπροσαρμογής» που υποτίθεται θα καταργούσε. Μια στιβαρή ρυθμιστική παρέμβαση περιορισμού των κερδών και διατίμησης δεν βασίζεται στην κάλυψη και τη χρηματοδότηση ολόκληρου του ρίσκου και των κερδοσκοπικών χρηματιστηριακών παιχνιδιών από το Κράτος. Βασίζεται σε μία πραγματικά κοστοστρεφή προσέγγιση δίκαιης κατανομής των βαρών, αλλά και διαχείρισης του επιχειρηματικού κινδύνου εκ μέρους των παικτών της αγοράς, αντί της πλήρους μετακύλισης όλων των κινδύνων και των επιπλέον προσαυξήσεων στον τελευταίο και πλέον ευάλωτο κρίκο, τον Έλληνα καταναλωτή και τη μικρομεσαία επιχείρηση.
Επαναλαμβάνω: Πραγματικά Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και Αερίου δεν σημαίνει ούτε κακοδιοίκηση, ούτε κακοδιαχείριση. Σημαίνει χρηστή λειτουργία χάριν του δημοσίου συμφέροντος με εξορθολογισμό δαπανών αλλά και κερδών. Πολύ δε περισσότερο εάν το Δημόσιο κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο σε αυτές.
Η Κυβέρνηση αρέσκεται σε «απαντήσεις». Όμως, με τα λόγια του Ιονέσκο, «δεν είναι η απάντηση που μας διαφωτίζει», αλλά η ερώτηση και αυτή δεν είναι άλλη από:
Χάριν ποίου τελικά (πρέπει να) λειτουργούν οι εταιρείες αυτές;
Χάρης Δούκας: Επαναφορά πολιτικών δημοσίου συμφέροντος
Είναι δεδομένο πως σήμερα η ΔΕΗ δεν ανταποκρίνεται στο δημόσιο χαρακτήρα της. Έχει εδώ και μήνες το ακριβότερο ρεύμα, αντί να διασφαλίζει την προστασία των καταναλωτών. Ταυτόχρονα, έχει τα περισσότερα υπερκέρδη (πολλαπλάσια από τους υπόλοιπους συντελεστές της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΡΑΕ).
Είναι προφανές πως άλλος έπρεπε να είναι ο ρόλος της ΔΕΗ. Αντί να πρωτοστατεί στις τιμές ακρίβειας στο ρεύμα, να ασκεί πολιτικές δημοσίου συμφέροντος.
Μπορεί να συμβεί αυτό με τη σημερινή σύνθεση του μετοχικού της χαρτοφυλακίου; Η απάντηση είναι θετική. Το Δημόσιο κατέχει στην ΔΕΗ αυτή τη στιγμή το 34% των μετοχών της. Δεν είναι όμως απλώς μία καταστατική μειοψηφία, με δικαίωμα βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις. Το Δημόσιο, με δεδομένο ότι το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει σε πολλούς και διαφορετικούς μετόχους, που αθροίζουν ο καθένας πολύ μικρότερα ποσοστά, μπορεί να ασκεί διοίκηση και έχει τη συνολική ευθύνη των αποφάσεων. Διορίζει τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, την πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου και διαμορφώνει τη συνολική στρατηγική του Ομίλου.
Ο λόγος λοιπόν που σήμερα η ΔΕΗ έχει τα ακριβότερα τιμολόγια στην Ελλάδα και από τα ακριβότερα στην Ευρώπη δεν οφείλεται στο 34%. Οφείλεται αποκλειστικά στην Κυβέρνηση και στη στρατηγική της επιλογή να πουλάει ακριβά το ρεύμα η ΔΕΗ, να δημιουργεί υπερκέρδη, να αυξάνει τις αμοιβές στα στελέχη της και στους μετόχους, με την όποια διόρθωση / ανακούφιση για τους καταναλωτές να έρχεται μέσα από τις επιδοτήσεις. Στρατηγική επιλογή είναι επίσης να διασφαλίζει τα μεγάλα υπερκέρδη και με τον νέο μηχανισμό. Διότι, πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς πως ο νέος μηχανισμός βάζει πλαφόν στα υδροηλεκτρικά που κατέχει μόνο η ΔΕΗ στα 110 € / MWh, ενώ το λειτουργικό τους κόστος δεν ξεπερνά τα 10 € / MWh. Σε όλες τις άλλες τεχνολογίες, το πλαφόν είναι πολύ κοντά στο λειτουργικό τους κόστος.
Συνεπώς, η επαναφορά των πολιτικών δημοσίου συμφέροντος από την ΔΕΗ δεν απαιτεί επανεθνικοποίησή της (με αύξηση των μετοχών του Δημοσίου σε ποσοστό 51% έναντι του 34% που είναι σήμερα). Απαιτεί αλλαγή στρατηγικής από την, διορισμένη από την Κυβέρνηση, ηγεσία της.
Ο λόγος που στις άλλες χώρες προχωράνε οι κρατικοποιήσεις εταιριών, όπως στον ενεργειακό κολοσσό Uniper ή στο διυλιστήριο της Rosneft στη Γερμανία και στην Γαλλική EDF, είναι τα προγράμματα διάσωσης των Κυβερνήσεων και όχι η προσπάθεια να αποκτηθεί η απόλυτη πλειοψηφία των μετοχών των εταιριών.
Εδώ κρύβεται και μία άλλη ελληνική στρέβλωση. Τόσο η δημόσια επιχείρηση εμπορίας αερίου όσο και η δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού στην χώρα εμφανίζουν υπερκέρδη, όταν σε άλλες χώρες, στην προσπάθεια να περιοριστεί η πίεση στους πολίτες, οι αντίστοιχες εταιρίες επωμίζονται μεγάλο μέρος τους κόστους και εμφανίζουν ζημίες. Ευθύνη για αυτή την ελληνική στρέβλωση, με τις δημόσιες επιχειρήσεις να υπερκερδοσκοπούν, δεν έχει μόνο η Κυβέρνηση. Ευθύνη έχουν και οι ανεξάρτητες αρχές, όπως είναι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Επιτροπή Ανταγωνισμού, που το έχουν επιτρέψει.