Ο δυνατός σεισμός που έγινε στο κεντρικό τμήμα του Κορινθιακού κόλπου νωρίς το ξημέρωμα της περασμένης Κυριακής επανέφερε στο προσκήνιο τον προβληματισμό για τη σεισμικότητα αυτής της περιοχής και για το ενδεχόμενο ισχυρού σεισμού. Επανέφερε, όμως, και οδυνηρές μνήμες από σχετικά πρόσφατους σεισμούς που έπληξαν τόσο το ανατολικό όσο και το δυτικό τμήμα του Κορινθιακού κόλπου. Το ανατολικό τμήμα επλήγη από τον «εμβληματικό» πολύ ισχυρό και πολύνεκρο σεισμό των Αλκυονίδων στις 25 Φεβρουαρίου του 1981. Ο σεισμός εκείνος έπληξε την Κορινθία, τη Βοιωτία και την Αττική. Το δυτικό τμήμα του Κορινθιακού επλήγη στις 15 Ιουνίου του 1995 από σεισμό μεγέθους 6,2. Γνωστός ως «σεισμός του Αιγίου» υπήρξε και αυτός πολύνεκρος. Ο σεισμός του Αιγίου είναι ο τελευταίος ισχυρός σεισμός με μέγεθος μεγαλύτερο του 6 που έχει γίνει μέχρι τώρα στον Κορινθιακό κόλπο, μια σεισμική ζώνη που παράγει ισχυρούς σεισμούς πάνω από 6 κάθε περίπου 30 χρόνια.
Η επίσκεψη του προχθεσινού σεισμού με μέγεθος 5,1 προκαλεί προβληματισμό όχι μόνο γιατί έγινε σε σεισμική ζώνη με πολύ υψηλή σεισμικότητα. Έντονο προβληματισμό δημιουργεί και το γεγονός ότι η μετασεισμική ακολουθία είναι ισχνή. Συγκεκριμένα, έχουν γίνει σχετικά λίγοι μετασεισμοί. Από την άλλη μεριά τα μεγέθη των μετασεισμών που έγιναν είναι ιδιαιτέρως μικρά. Ο μεγαλύτερος εξ’ αυτών είχε μέγεθος μόνο 2,0 στην κλίμακα Richter, ενώ οι υπόλοιποι είναι ακόμη μικρότεροι με μεγέθη γύρω στο 1,0 και το 1,3. Από την παγκόσμια αλλά και την ελληνική στατιστική των μετασεισμών αναμένουμε τουλάχιστον ένα μετασεισμό με μέγεθος περίπου 3,0 ή μεγαλύτερο, π.χ. 4,0 ή και 4,5. Η έλλειψη τέτοιων μεγεθών δυσκολεύει τη σεισμολογική κοινότητα στο να χαρακτηρίσει το σεισμό μεγέθους 5,1 ως τον κύριο σεισμό αυτής της ακολουθίας.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις μας οδηγούν στην ανάγκη να ερμηνεύσουμε με γεωφυσικούς όρους αυτό που παρατηρούμε. Τα ενδεχόμενα είναι περισσότερα του ενός και συνεπώς προς το παρόν προκύπτει μια σημαντική αβεβαιότητα ως προς την πορεία που θα ακολουθήσει η συγκεκριμένη ακολουθία σεισμών. Το πρώτο ενδεχόμενο είναι ότι το σεισμικό ρήγμα που ενεργοποιήθηκε με το σεισμό μεγέθους 5,1 έχει «κλειδώσει» πρόσκαιρα και γι’ αυτό το λόγο καθυστερεί η γένεση σχετικά ισχυρών μετασεισμών. Το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από το σεισμό δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο και συνεπώς αυτή η ερμηνεία παραμένει βάσιμη. Είναι αρκετά πιθανό το ρήγμα να «ξεκλειδώσει» τις επόμενες ώρες ή μέσα στις επόμενες 4-5 μέρες και να δώσει έναν ή και περισσότερους σχετικά δυνατούς μετασεισμούς. Αυτό το ενδεχόμενο θα ενισχύσει σημαντικά την άποψη ότι ο σεισμός μεγέθους 5,1 ήταν ο κύριος.
Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι ότι το «κλείδωμα» του σεισμικού ρήγματος δεν είναι πρόσκαιρο και ότι θα διαρκέσει για σημαντικό χρονικό διάστημα. Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ο σεισμός μεγέθους 5,1 δεν είναι ο κύριος αλλά προσεισμός ενός ισχυρότερου σεισμού. Αλλά προς το παρόν αυτό το σενάριο έχει μικρή πιθανότητα να επαληθευθεί. Ο λόγος είναι ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο σεισμός μεγέθους 5,1 αναμένεται να συνοδευτεί και από άλλους προσεισμούς, με ποικιλία μεγεθών, πριν γίνει ο υποθετικός κύριος και μεγαλύτερος. Αυτό το αναμένουμε βασιζόμενοι στην έρευνα επί των προσεισμών που προηγούνται των κύριων σεισμών που έγιναν στον Κορινθιακό κόλπο στο παρελθόν. Στην έρευνά μας εκείνη, που δημοσιεύτηκε το 2000 στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό PhysicsandChemistryoftheEarth (Φυσική και Χημεία της Γης), βρήκαμε ότι από τους 17 κύριους σεισμούς που μελετήσαμε στον Κορινθιακό κόλποοι 14 έγιναν μετά από σημαντικές προσεισμικές ακολουθίες που διάρκεσαν τουλάχιστον 10 μέρες η κάθε μία. Συνεπώς, η πιθανότητα είναι μικρή να γίνει ένας σεισμός ισχυρότερος του 5,1 χωρίς να προηγηθεί μια προσεισμική ακολουθία. Αυτή η άποψη ενισχύεται από την περίπτωση του σεισμού μεγέθους 5,7, που έγινε στις 18 Νοεμβρίου του 1992 στην ίδια περιοχή με τον προχθεσινό. Τότε η προσεισμική ακολουθία εκδηλώθηκε εντός των 15 ημερών που προηγήθηκαν του σεισμού μεγέθους 5,7.
Το τρίτο ενδεχόμενο, το οποίο δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, είναι εκείνο που θα μπορούσε να αποκληθεί «ρήγμα με ιδιαιτερότητα». Στην περίπτωση αυτή το ρήγμα δεν θα δώσει ούτε ισχυρούς μετασεισμούς ούτε σεισμό μεγαλύτερο εκείνου με μέγεθος 5,1. Η ακολουθία θα πορευτεί για λίγες μέρες ακόμη με μικρά μεγέθη μετασεισμών και θα τελειώσει έστω και να αποκλίνει σημαντικά από τη «μέση στατιστική» των μετασεισμών. Είναι προφανές ότι σ΄αυτή την περίπτωση ο 5,1 θα είναι ο κύριος σεισμός.
Η περίπτωση του προχθεσινού σεισμού καταδεικνύει την πολυπλοκότητα των σεισμικών φαινομένων και τη δυσκολία επικοινωνίας προς το ευρύ κοινό κατασταλαγμένων και «βέβαιων» συμπερασμάτων. Εκείνο που απομένει είναι οι μεν επιστήμονες να κάνουμε υπομονή και να παρακολουθούμε με πολύ προσοχή την εξέλιξη της ακολουθίας, οι δε πολίτες να οπλιστούν με ψυχραιμία και να θυμηθούν τους ορθούς τρόπους αντισεισμικής συμπεριφοράς.
(Ο Δρ. Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος, Επιστημονικός συνεργάτης ΕΕ και UNESCO , Συγγραφέας του βιβλίου «Στα Μονοπάτια του Εγκέλαδου», Εκδόσεις Οσελότος, Ιούνιος 2021)