Η Σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα στην Αίγυπτο σε μόλις δύο εβδομάδες, έχει να αντιμετωπίσει ένα εκρηκτικό μείγμα προκλήσεων:
- Την υστέρηση στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που απλόχερα προσφέρθηκαν από τη διεθνή κοινότητα κατά τη Σύνοδο του 2021 στη Γλασκώβη (την αδυναμία συγκέντρωσης των περίφημων 100 δισ. δολαρίων ΗΠΑ κατ’ έτος για την ενίσχυση των αναπτυσσόμενων χωρών, την περιορισμένη πρόοδο του ιδιωτικού τομέα σε προγράμματα απανθρακοποίησης, την ασθενική πρόοδο σε ότι αφορά στο πρόγραμμα μηδενισμού του ποσοστού αποψίλωσης των δασών μέχρι το 2030, κ.α.).
- Την ενεργειακή κρίση, που όχι μόνο αξιοποιείται ως το άλλοθι για την παραπάνω υστέρηση, αλλά και ενισχύει την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
- Την οργανωμένη προσπάθεια πλουτοπαραγωγικών χωρών και πολυεθνικών συμφερόντων (the comeback of the carbon lobby) να διατηρήσουν τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) στην παγκόσμια αγορά, υποτιμώντας ταυτόχρονα τη δυναμική των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (βλ. σχετική δημοσίευση διεθνούς οργανισμού, ότι ο πλανήτης θα φθάσει στο 100% της κάλυψης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το 2200 περίπου, εκτίμηση που δεν αμφισβητείται ως προς την εγκυρότητα της, πλην όμως αφορά στο σύνολο των κρατών του πλανήτη, αναπτυγμένα και αναπτυσσόμενα, την ίδια ώρα που αυτό που χρειάζεται είναι να φθάσουν στο 100% τα λίγα μόλις Κράτη που προκαλούν το πρόβλημα και τα οποία διαθέτουν τις οικονομίες να το πετύχουν σταδιακά μέχρι το 2050 -2060).
- Την «κλιματική αδράνεια» που δυσχεραίνει την υλοποίηση της Συμφωνίας των Παρισίων για τη συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου και τέλος
- Την ασυμφωνία («χάσμα») μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών για το πως η περίφημη «κλιματική δικαιοσύνη» θα μεταφρασθεί σε ένα πρόγραμμα οικονομικών ενισχύσεων (ή και «αποζημιώσεων») από τις πρώτες, στις δεύτερες.
Την ίδια ώρα οι πρώτες εκτιμήσεις αναφέρουν αύξηση για το 2022 (σε σχέση με το έτος 2019, πριν δηλαδή την πανδημία) των εκπομπών ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα κατά 3% για την Ευρωπαϊκή Ένωση και μόνο, λόγω των μέτρων (εισαγωγή LNG, συνέχιση λειτουργίας σταθμών άνθρακα) που δρομολογήθηκαν για την αποκατάσταση της ενεργειακής ασφάλειας.
Στον αντίποδα, αν μπορούν να εντοπισθούν κάποια σημεία που ενισχύουν την αισιοδοξία για θετικά αποτελέσματα της Συνόδου, αυτά θα ήταν:
- Το πρόγραμμα «μαμούθ» των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης (αν και από την προσεκτική ανάγνωση του, διαπιστώνεται υπερβολική εμπιστοσύνη στις τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα, γεγονός που εύκολα μπορεί να ερμηνευθεί ως προανακοίνωση της αδυναμίας ουσιαστικής μείωσης των εκπομπών άνθρακα).
- Την ταχύτερη εισαγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο της Ε.Ε. και αρκετών ακόμα χωρών.
- Το πρόγραμμα RePOWER της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρά τη διστακτικότητα του σε καθαρές τομές στον τομέα της ενέργειας, αναδεικνύει τη σημασία της «ξεχασμένης» εξοικονόμησης ενέργειας, επιχειρεί να επιταχύνει την εισαγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα των Κρατών Μελών και κυρίως κρατά ζωντανό το στόχο για οικονομίες μηδενικού άνθρακα στην Ε.Ε. σταδιακά μέχρι το 2050.
- Την εμπεδωμένη αντίληψη ότι οι κλιματικοί κίνδυνοι ενισχύονται σε ένταση, διάρκεια και συχνότητα εμφάνισης και ότι προκαλούν όλο και περισσότερες οικονομικές απώλειες που αν για τις αναπτυγμένες χώρες είναι σε σημαντικό βαθμό αναστρέψιμες, για τις αναπτυσσόμενες είναι μη αναστρέψιμες.
Και ίσως:
- Τη διάχυτη αγωνία ότι χάνεται πολύτιμος χρόνος που μάλιστα αναπληρώνεται ασύμμετρα δύσκολα, ιδιαίτερα αν κάποιος λάβει υπόψη την πολυπαραμετρική πολυπλοκότητα της προσπάθειας αλλά και το πόσο ευάλωτη η προσπάθεια αυτή είναι σε εξωτερικές εξελίξεις (βλ. εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία).
Η Σύνοδος της Αιγύπτου ουσιαστικά ξεκινά από εκεί που ολοκληρώθηκε η αντίστοιχη της Γλασκώβης. Αν επιβεβαιώσει αυτά για τα οποία δεσμεύθηκαν τα Κράτη Μέλη και ο ιδιωτικός τομέας το Νοέμβριο του 2021, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτυχία.
Αν καταφέρει να δεσμεύσει τα Κράτη Μέλη για ενισχυμένα προγράμματα για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (κυρίως σε ότι αφορά στις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ε.Ε, την Ινδία και τη Ρωσία), θα είναι σίγουρα μία σημαντική επιτυχία.
Αν όντως εξελιχθεί ως η «Σύνοδος της Αφρικής», με την έννοια ότι θα επιλύσει την έρπουσα διαφωνία μεταξύ των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών για την οικονομική βοήθεια, η επιτυχία θα είναι τεράστια.
Τέλος επείγει μία απόφαση για την αποφυγή λήψης βραχυπρόθεσμων μέτρων (λ.χ. ορισμένα από αυτά που αυτό το διάστημα λαμβάνονται για την αποκατάσταση της ενεργειακής ασφάλειας) που υπονομεύουν τα αντίστοιχα μακροπρόθεσμα για την κλιματική ουδετερότητα.
(Ο Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι Καθηγητής ΕΚΠΑ και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)