Την έντονη ανησυχία που διακατέχει τους καταναλωτές για την έκρηξη της ακρίβειας, κατέδειξε και χθεσινή δημοσκόπηση τηλεοπτικού σταθμού, σύμφωνα με την οποία το 84,5% των ερωτηθέντων την θεωρούν υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα .
Ως βασικές αιτίες των μεγάλων αυξήσεων τιμών οι Έλληνες θεωρούν κατά 57,1% την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο και κατά 40% την κυβερνητική πολιτική.
Σίγουρα και αυτές οι δυο αιτίες αποτελούν πηγές του «κακού», αλλά υπάρχει και μια άλλη πολύ βασική παράμετρος που αφορά την λειτουργία της λεγόμενης «ελεύθερης αγοράς» που πλέον όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς τείνει να εξελιχθεί σε «ασύδοτη αγορά».
Δυστυχώς, στην ελεύθερη αγορά, όπως αυτή λειτουργεί τα τελευταία πενήντα χρόνια, είναι απαγορευτική κάθε κρατική παρέμβαση και κατά συνέπεια σχεδόν αδύνατον να καθοριστούν διοικητικά συγκεκριμένες τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες, ώστε οι καταναλωτές να μην πέφτουν θύματα της ακρίβειας και ακόμη χειρότερα της αισχροκέρδειας.
Και έτσι όλες όσες προσπάθειες γίνονται περιορίζονται σε δήθεν «συμφωνίες κυρίων» μεταξύ κυβερνήσεων και επιχειρηματιών για συγκράτηση των τιμών, χωρίς ωστόσο στην ουσία καμία κυβέρνηση να μπορεί να παρεμβαίνει στις αγορές.
Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, όπου το κράτος αναγκάστηκε να προβεί σε διοικητικές παρεμβάσεις καθώς διαπιστώθηκε η ύπαρξη μονοπωλίων και ολιγοπωλίων σε συγκεκριμένες αγορές που κατέστησαν άκρως αναγκαία την επιβολή διατίμησης.
Για παράδειγμα οι καντίνες σε σχολεία, πλοία, τρένα, αρχαιολογικούς χώρους κλπ. διαθέτουν συγκεκριμένα προϊόντα που η τιμή τους καθορίζεται από το κράτος και όχι από τον επιχειρηματία, καθώς αποτελούν μονοπώλια στους συγκεκριμένους χώρους. Έτσι στα σημεία αυτά υπάρχουν συγκεκριμένες τιμές σε βασικά και αναγκαία είδη, όπως για παράδειγμα το μπουκαλάκι το νερό, ο καφές, το απλό τοστ.
Κατά το παρελθόν, υπήρξαν επίσης περιπτώσεις επιβολής πλαφόν στις τιμές των καυσίμων, κυρίως σε νησιωτικές και απομακρυσμένες περιοχές, καθώς διαπιστώθηκαν ολιγοπωλιακές καταστάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές τιμές από τους επιχειρηματίες που νόθευαν τον υγιή ανταγωνισμό.
Μήπως λοιπόν η κυβέρνηση θα πρέπει να αφήσει κατά μέρος την «συμφωνία» με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ για ένα «καλάθι του νοικοκυριού» που δεν θα είναι πολύ ακριβό για τους καταναλωτές, αλλά τις τιμές θα τις καθορίζουν τα ίδια τα σούπερ μάρκετ και όχι η κυβέρνηση;
Μήπως πρέπει να εξετάσει την περίπτωση επιβολής διατίμησης σε συγκεκριμένα βασικά είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία άλλωστε είδη έχουν ήδη επιλεγεί ;
Μπορεί η φιλοσοφία της ελεύθερης αγοράς και οι νόμοι της να απαγορεύουν την διατίμηση, αλλά τώρα βρισκόμαστε σε πόλεμο με την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια, που απαιτεί σκληρή στάση από μέρους της πολιτείας, τουλάχιστον για όσο διάστημα κάποιοι εκμεταλλεύονται τις καταστάσεις και θησαυρίζουν σε βάρος της κοινωνίας.
Έστω και ως φόβητρο η διατίμηση ίσως μπορεί να περιορίσει το τσουνάμι της αισχροκέρδειας.