Η κατάσταση στη χώρα, εν κρυπτώ είναι η αλήθεια, θυμίζει την περίοδο που προηγήθηκε της ένταξης στα Μνημόνια. Τα επιτόκια στα 10ετή ομόλογα ξεπερνούν το 5%, η τελευταία έκδοση 5ετούς ομολόγου τον Ιούλιο του 2022 μόνο επιτυχημένη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καθώς καλύφθηκε από τις τράπεζες, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο από Ιανουάριο έως Ιούλιο του 2022 έφθασε τα 9,7 δισ. ευρώ από 6,8 το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Τα σημάδια μάλιστα δεν προεξοφλούν εκτόνωση της κρίσης κι επιστροφή στην κανονικότητα: Οι τιμές στην ενέργεια δεν αναμένονται να μειωθούν, ενώ τα επιτόκια του ευρώ θα συνεχίσουν να αυξάνονται επιδεινώνοντας την ρευστότητα της αγοράς.
Σε αυτό το περιβάλλον, για να αποτραπούν τα χειρότερα, δηλαδή μια νέα βουτιά στην ύφεση, απαιτείται η λήψη άμεσων μέτρων στήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις πρέπει να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της κρατικής αρωγής λόγω των, ανίατων ακόμη, πληγών που άφησε στο σώμα της μικρής επιχειρηματικότητας η πανδημία και η υπό εξέλιξη ενεργειακή κρίση.
Ξεχωρίζουμε τα ακόλουθα μέτρα, κατεπείγοντα χαρακτήρα:
Ενεργοποίηση του επιτυχημένου εργαλείου των επιστρεπτέων προκαταβολών, ως μέσο χρηματοδότησης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Δοθέντος ότι οι τράπεζες έχουν τις πόρτες τους ερμητικά κλειστές στις επιχειρήσεις και πολύ περισσότερο στις μικρομεσαίες, απαιτείται η παράκαμψη του τραπεζικού συστήματος για να μπορέσουν οι ΜΜΕ να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια. Ξέροντας ότι οι ανάγκες τους αφορούν μικρά ποσά που επιστρέφονται μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η επαναφορά του μοντέλου των επιστρεπτέων προκαταβολών που λειτούργησε επιτυχημένα στην πανδημία μπορεί να καλύψει το κενό των τραπεζών.
Κάλυψη από το κράτος του συνόλου του επαυξημένου ενεργειακού κόστους για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η χορήγηση των επιδοτήσεων όλους τους προηγούμενες μήνες ανεξαρτήτως κλίμακας, κάλυπτε τις αυξήσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις και κοινωνικά στρώματα που δεν είχαν καμία ανάγκη. Η άλλη όψη αυτής της αχρείαστης γενναιοδωρίας είναι χιλιάδες μικρομεσαίοι που αδυνατούσαν να καλύψουν το κόστος των αυξήσεων. Τυχόν συρρίκνωση των επιδοτήσεων μέχρι τέλος του 2022, στο όνομα διατήρησης του ελλείμματος στο 1,7% θα αυξήσει τους απλήρωτους λογαριασμούς και την επελαύνουσα ενεργειακή φτώχεια.
Κατοχύρωση ακατάσχετου λογαριασμού για τις επιχειρήσεις. Εφ’ όσον τα έσοδα μιας επιχείρησης δεν αποτελούν κέρδη, αλλά χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον για να καλύπτουν καθημερινά κόστη και υποχρεώσεις (ασφαλιστικές και φορολογικές δαπάνες, λογαριασμούς ενέργειας, τηλεφώνου κ.α.) η δέσμευση του λογαριασμού οδηγεί σε διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης. Η θεσμοθέτηση ενός ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού, με ποσοστό επί του τζίρου, εξασφαλίζει την συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης και τελικά την αποπληρωμή των όποιων υποχρεώσεων.
Σε ό,τι αφορά την φορολογία απαιτείται η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και η επαναφορά του αφορολόγητου ορίου για επαγγελματίες, βιοτέχνες και εμπόρους.
Σχετικά με το ιδιωτικό χρέος, μέτρα για την ανάσχεση της διόγκωσής του, είναι: επιτάχυνση των διαδικασιών του εξωδικαστικού μηχανισμού για τις ρυθμίσεις των 240 δόσεων, θεσμοθέτηση ευνοϊκότερης πάγιας ρύθμισης των 2240 δόσεων, κ.α.
Η ενεργητική παρέμβαση του κράτους στην κατεύθυνση υποστήριξης της ενεργούς ζήτησης με πρωταγωνιστή την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα μπορεί να δράσει αντι-κυκλικά για όλη την εθνική οικονομία. Αρκεί να διδαχτούμε από τα λάθη των προηγούμενων ετών…
(Ο Γιώργος Καββαθάς είναι πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ)