Είμαστε στην αναμονή ενός πολύ δύσκολου χειμώνα τόσο σε ό,τι αφορά στο κόστος ενέργειας αλλά και εν γένει διαβίωσης σε επίπεδο κοινωνικής συνοχής και ειρήνης σημειώνει σε δηλώσεις του στο iEnergeia ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) Γιώργος Καββαθάς με αφορμή την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων στη συνομοσπονδίας στην οποία περιέχονται αναλυτικές προτάσεις σχετικά με τις δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας να φρενάρει τις επιπτώσεις του ενεργειακού προβλήματος.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση 2022 «Κρίσεις, ελληνική οικονομία και μικρές επιχειρήσεις», τρεις σοβαρές και αλληλένδετες επιπτώσεις προκάλεσαν στην επιχειρηματικότητα οι ανατιμήσεις, ιδίως οι ανατιμήσεις στις τιμές ενέργειας.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς «οι επιχειρήσεις την τελευταία περίοδο αντιμετωπίζουν διπλή πρόκληση προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται αφενός από την εκτίναξη του λειτουργικού τους κόστους σε ενέργεια, καύσιμα, πρώτες ύλες, και αφετέρου από την κατακρήμνιση των οικογενειακών εισοδημάτων που προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις στην αγορά.
Εντός αυτής της εκρηκτικής πραγματικότητας για τις μικρές επιχειρήσεις δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται έντονα ο βαθμός ανθεκτικότητάς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην κάθε δράση του οικονομικού κύκλου. Ανθεκτικότητα απέναντι στις επιπτώσεις των κρίσεων, αλλά όχι σπάνια και απέναντι στο πολιτικό αντίδοτο που κάθε φορά επιλέγεται. Υπό το πρόλαβα αυτό το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, επιχειρεί να αναδείξει τις σημαντικότερες τάσεις σε επίπεδο οικονομικού περιβάλλοντος, τις επιπτώσεις των κρίσεων στην οικονομία και στις μικρές επιχειρήσεις, καθώς και τις επιλογές αντιμετώπισής τους».
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ανατιμήσεις, ιδίως στις τιμές ενέργειας, προκάλεσαν στις επιχειρήσεις τρεις σοβαρές και αλληλένδετες επιπτώσεις.
Η πρώτη επίπτωση ήταν η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους. Ειδικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2022 το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Η δεύτερη επίπτωση ήταν ο ιστορικά υψηλός αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών. Με βάση τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους διαρκώς αυξάνονται, καθώς από 6,6% που ήταν το 2ο εξάμηνο του 2020, ανήλθαν στο 23,6% το 1ο εξάμηνο του 2021, στο 34,8% το 2ο εξάμηνο του 2021 και στο 59,2% το 1ο εξάμηνο του 2022.
Η τρίτη επίπτωση, που σχετίζεται τόσο με την αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, όσο και με τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, αφορά στα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που παρουσιάζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα ρευστότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτυπώνεται από την αύξηση των ήδη υψηλών ποσοστών των επιχειρήσεων με μηδενικά ή αρκετά χαμηλά ταμειακά διαθέσιμα. Η κατάσταση φαίνεται να έχει επιδεινωθεί σημαντικά από την έναρξη της πανδημίας, καθώς οι επιχειρήσεις οι οποίες τον Ιούλιο του 2022 δήλωσαν ότι είχαν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα αντιστοιχούσαν στο 27,8% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Ειδικά για τις πολύ μικρές, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα, καθώς και η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.
Από την άλλη, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενισχύθηκε περαιτέρω, τόσο το δεύτερο εξάμηνο του 2021 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2022. Συγκεκριμένα, ανήλθε στις 52,4 και 54,3 μονάδες αντίστοιχα, καταγράφοντας το πρώτο εξάμηνο του 2022 την υψηλότερη επίδοση από την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης, χωρίς ωστόσο να προσεγγίζει το προ πανδημίας επίπεδο.
Αυξητικά κινήθηκε και η απασχόληση, ενώ ενισχυμένο ήταν και το ποσοστό των επιχειρήσεων που πραγματοποίησε επενδύσεις. Το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, η πολύ καλή τουριστική περίοδος, η μείωση φορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων και τα μέτρα αντιμετώπισης των υψηλών τιμών ενέργειας, θεωρούνται οι βασικοί παράγοντες των θετικών αυτών εξελίξεων.
Ωστόσο, σε σχέση με τις επενδύσεις, από τα στοιχεία φαίνεται πως αποτελούσαν κυρίως επενδύσεις προσαρμογής ή συντήρησης και λιγότερο επέκτασης ή ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, το μεγάλο μέρος των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας, δεδομένου ότι το ύψος της επένδυσης για περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις ήταν έως 5.000€, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (περισσότερες από 8 στις 10) χρηματοδότησε την επένδυση που πραγματοποίησε με ίδια κεφάλαια.
Τέλος, όσον αφορά στον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, παρατηρείται υστέρηση στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών. Είναι χαρακτηριστικό πως από τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχουν ενσωματώσει νέες τεχνολογίες στη δραστηριότητα τους μόνο το 17,4% τις υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Προτάσεις για να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή κρίση
Κατά τον παρόντα χρόνο, καλούμαστε ως κοινωνία να δούμε τρόπους υποστήριξης των πολιτών σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα και τη χρήση της απαραίτητης ενέργειας για την αντιμετώπιση των αναγκών της χειμερινής περιόδου.
Λύσεις βέβαια υπάρχουν, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, αλλά απαιτείται άμεση αντίδραση και παρέμβαση της πολιτείας.
Επειδή είμαστε ήδη στα πρόθυρα του χειμώνα η πρώτη πράξη είναι η άμεση επιβολή υψηλότατης φορολογίας στα υπερκέρδη των εταιρειών εμπορίας ενέργειας (φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού) για λόγους εθνικής ανάγκης. Στη συνέχεια όμως και μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα πρέπει να αναπτυχθούν προγράμματα αντιμετώπισης του ενεργειακού προβλήματος έχοντας ως διέξοδο τις ΑΠΕ.
Λόγου χάρη:
- Η προώθηση της εγκατάστασης μικρών φωτοβολταϊκών (φβ) διατάξεων στις ταράτσες των κτιρίων μπορεί άμεσα και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να αποδώσει σημαντικές ποσότητες «δωρεάν» ενέργειας στους πολίτες και να τους ανακουφίσει από το πρόβλημα. Βεβαίως, η ανάπτυξη αυτού του έργου θα έπρεπε να έχει ήδη ξεκινήσει, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι εφικτό και σήμερα. Επιπλέον πρέπει να χρηματοδοτηθεί άμεσα από κρατικούς πόρους.
- Ένα χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα ύψους περίπου 3 δισεκατομμυρίων ευρώ θα μπορούσε να δημιουργήσει εγκαταστάσεις μεγέθους μεγαλύτερου από 3,4 GWel σε φβ στις στέγες με ετήσια απόδοση τουλάχιστον 3,5 δισεκατομμύρια ηλεκτρικές κιλοβατώρες (kWhel). Δηλαδή το ετήσιο έσοδο με την έννοια της ανταλλαγής με σημερινές τιμές (μέση τιμή 0,48 €/ kWh el) αντιστοιχεί σε 1000-1.700 εκατομμύρια ευρώ (σημειώνεται ότι ακόμα και με τιμές προ κρίσης 0,11€/ kWhel το όφελος θα ήταν περί τα 350-400 εκατομμύρια ευρώ).
- Η χρηματοδότηση-δανεισμός για την ανάπτυξη μικρών ενεργειακών κοινοτήτων σε επίπεδο διαχείρισης ενέργειας ανά περιοχή μπορεί να λειτουργήσει και σε επίπεδο πολυκατοικίας ή οικοδομικού τετραγώνου με άμεσες κοινού τύπου εγκαταστάσεις που προσφέρουν όμως σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας. Για παράδειγμα η εγκατάσταση κανονικής γεωθερμίας σε επίπεδο διαμερίσματος ή μονοκατοικίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλου κόστους αλλά σε επίπεδο πολυκατοικίας ή τετραγώνου αφενός επιτυγχάνει σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας ενώ παράλληλα μειώνει το κατά κεφαλήν κόστος.
Σημειώνεται ότι μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων ή των κοινωνικών εταιρειών (ένα τέτοιο ρόλο μπορεί να εξυπηρετήσει ο ΔΕΔΔΗΕ ως δημόσιος οργανισμός) μπορούν να χρηματοδοτηθούν ανάλογα έργα συνδυαστικά με κανονική γεωθερμία και εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις στέγες.
Οι προτεινόμενες λύσεις, όπως αναφέρεται, δίνουν μια πρώτη λύση ως προς την διαθεσιμότητα και το κόστος ενέργειας καθώς όλες οι παραπάνω πρακτικές μπορούν επίσης να εφαρμοστούν άμεσα περίπου από όλους τους επαγγελματικούς φορείς με άμεση εγκατάσταση συστημάτων ενέργειας αλλά και με την άμεση εφαρμογή των παρεχόμενων ενεργειακών συμβουλών, των μελετών και εν γένει υπηρεσιών με τελικό σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας.
Σύμφωνα με την έρευνα θα μπορούσαν τα σχετικά εργαστήρια των πανεπιστημίων σε συνεργασία με έναν πολιτειακό φορέα (λ.χ. τον ΔΕΔΔΗΕ) να προσφέρουν υπό τη μορφή μακρόχρονου ενοικίου εγκαταστάσεις παραγωγής και εξοικονόμησης ενέργειας μέσω αναπτυξιακών προγραμμάτων. Με τον εν λόγω τρόπο εκτιμάται ότι μπορεί άμεσα και χωρίς άμεση επιβάρυνση των λογιστικών των επαγγελματιών, των βιοτεχνών και των βιομηχάνων να επωμιστεί το κόστος των εγκαταστάσεων ο πολιτειακός φορέας και να εξοφληθεί από τη μακρόχρονη λειτουργία και την εξοικονόμηση του κόστους.