Έτσι έγινε και με την πρόσφατη ανακοίνωση του δείκτη του Economist Intelligence Unit για το 2022 που διαπιστώνει πως η Ελλάδα καταγράφει σημαντική βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ανεβάζοντας την στη παγκόσμια κλίμακα κατά 16 θέσεις στα 3 τελευταία χρόνια.
Αυτά τα χρόνια, όμως, οι Έλληνες πολίτες δεν είδαν ούτε ένα ευρώ αύξηση στους μισθούς και τις συντάξεις τους, την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού μάλιστα πολλοί εργαζόμενοι ζούσαν με πετσοκομμένες αποδοχές, ενώ όσο και αν η ανεργία επισήμως εμφανίζει μείωση, οι αναζητούντες εργασία αγγίζουν τις 900.000.
Και τώρα αντιμετωπίζουν το διπλό τσουνάμι της ενεργειακής ακρίβειας και της ακρίβειας στα ράφια των σούπερ μάρκετ και γενικότερα σε όλες τους τις αγορές είτε προϊόντων είτε υπηρεσιών.
Όσοι δε δεν έχει δική τους στέγη, βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, καθώς τα ενοίκια πλέον μπορούν να εξαφανίσουν περισσότερο από το μισό εισόδημα ενός χαμηλόμισθου ή χαμηλοσυνταξιούχου.
Και ήρθε κερασάκι στην τούρτα η αύξηση των επιτοκίων από τις τράπεζες αλλά μόνο για τις χορηγήσεις δανείων και όχι για τις καταθέσεις. Έτσι οι δόσεις που πληρώνουν στις τράπεζες οι Έλληνες ήδη αυξήθηκαν σημαντικά σε μια εποχή γενικότερης ακρίβειας -και δυστυχώς έπεται συνέχεια-, αλλά οι τόκοι που λαμβάνουν για τις καταθέσεις τους να παραμένουν σχεδόν μηδενικοί.
Ούτε και οι επιχειρήσεις, όμως , ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες πέρασαν εύκολα τα χρόνια που οι δείκτες έδειχναν βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Τα «λουκέτα» ήταν στην ημερήσια διάταξη, το χρέος μεταξύ των ιδιωτών, αν και δεν υπάρχουν στατιστικές, έχει εκτιναχθεί στα ύψη, όπως οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων αναφέρουν.
Τα στοιχεία δείχνουν μείωση της κατανάλωσης, καθώς όλο και περισσότερο οι καταναλωτές περικόπτουν αγορές, βυθίζοντας έτσι τους τζίρους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Και αυτή η μείωση τζίρου έρχεται μετά την μακρά περίοδο της πανδημίας, όπου οι περισσότερες επιχειρήσεις διασώθηκαν κυρίως λόγω της επιστρεπτέες προκαταβολής που έλαβαν, αλλά τώρα πρέπει να πληρώσουν.
Ευτυχώς που υπήρξε σημαντική αύξηση στα έσοδα από τον τουρισμό το καλοκαίρι, γιατί διαφορετικά τα πράγματα θα ήταν «κατάμαυρα» στην αγορά.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, η όποια βελτίωση επιχειρηματικού κλίματος καταγράφεται, δεν αφορά ούτε την πλειοψηφία των επιχειρήσεων και φυσικά δεν διαχέεται στους πολίτες και γενικότερα στην κοινωνία.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και τα νούμερα και τα διαγράμματα δεν αγγίζουν τους πολίτες. Εν κατακλείδι τα καλά λόγια περί ανάπτυξης δεν «τρώγονται».