Στο πλαίσιο της ανθρώπινης κινητικότητας το 2022 σημαδεύτηκε, τουλάχιστον στην ΕΕ, από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου η οποία έχει οδηγήσει, μέχρι σήμερα, περίπου 8 εκατ. ανθρώπους στην προσφυγιά (περίπου 6 εκατ. έχουν επιστρέψει) και προκάλεσε τον εσωτερικό εκτοπισμό περίπου άλλων 6,5 εκατομμυρίων, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία.
Η κινητοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτήν την κρίση ήταν τεράστια και άμεσα μπήκε σε εφαρμογή ο μηχανισμός προσωρινής προστασίας, όπως προβλέπεται από την οδηγία 2001/55/ΕΚ. Αυτό σημαίνει ότι οι Ουκρανοί με μια αίτηση λαμβάνουν αυτόματα προσωρινή προστασία σε χώρες της ΕΕ και απολαμβάνουν προνομίων ανάλογα με το πως εφαρμόζεται η προστασία αυτή ανά χώρα.
Αυτή η αυτόματη διαδικασία έρχεται να αναδείξει την υποκρισία της Ένωσης σε σχέση με τις επιλογές που έγιναν σε αυτό που ονομάστηκε «προσφυγική κρίση» το 2015 με 1 εκατ. ανθρώπους να εισέρχονται στην ΕΕ. Προφανώς η λέξη κρίση μοιάζει εντελώς ακατάλληλη και εντελώς υπερβολική για να περιγράψει το 2015, αφού το 2022 σε πολύ μικρότερο διάστημα περίπου 8πλάσιος αριθμός ανθρώπων μετακινήθηκε προς την ΕΕ. Το 2022 έγινε φανερό ότι η ΕΕ έχει την πολιτική βούληση και τα μέσα για να διαχειριστεί μεγάλες μεταναστευτικές κρίσεις. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι το 2015 έγινε μια επιλογή η οποία δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές δυνατότητες της ΕΕ. Προσωπικά, τη θεωρώ ρατσιστική.
Για την Ελλάδα η χρονιά στο ζήτημα του προσφυγικού ήταν σημαντική, δυστυχώς για τους λάθος λόγους αφού σημαδεύτηκε από την έκθεση της OLAF η οποία αναφέρει με καθαρό και άμεσο τρόπο ότι οι ελληνικές αρχές κάνουν επαναπροωθήσεις και σε μια περίπτωση γίνεται αναφορά σε βίντεο που τράβηξε αεροσκάφος επιτήρησης της Frontex. Η έκθεση αφορά στην δράση της Frontex την οποία, μεταξύ άλλων, κατηγορεί ότι στο πλαίσιο των επιχειρήσεων της στο Αιγαίο δεν αξιολόγησε όπως όφειλε τις παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία λάμβαναν χώρα στις περιοχές δράσης της.
Η έκθεση είχε συνέπειες στο επίπεδο της ΕΕ με την παραίτηση του επικεφαλής της Frontex, τις αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της κτλ. Στην Ελλάδα δεν έγινε το παραμικρό το οποίο να δείχνει ότι η ελληνική πολιτεία αντιλαμβάνεται την σημασία των συμπερασμάτων της έκθεσης.
Και η έκθεση αυτή δεν ήταν το μόνο που συνέβη σε σχέση με τα pushbacks, αφού και η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής για τον προϋπολογισμό 2020 της Frontex αρνήθηκε να την εγκρίνει αναφέροντας στο ψήφισμα του ότι η Υπηρεσία φύλαξης των Συνόρων δεν αξιολόγησε τις παραβιάσεις θεμελιωδών
δικαιωμάτων στην περιοχή δράσης, την Ελλάδα παρόλο που διεθνείς οργανισμοί τις είχαν καταγγείλει επανειλημμένα. Υπήρξαν επίσης πολλά ρεπορτάζ για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων προσφύγων και μεταναστών στον διεθνή τύπο από την Ελλάδα με πολλές μαρτυρίες και καταγγελίες.
Επτά χρόνια μετά την «κρίση», και για ακόμα μια χρονιά δεν έχει εφαρμοστεί μια συνεκτική πολιτική για την ένταξη στην Ελλάδα. Η διακηρυγμένη πρόθεση της Κυβέρνησης είναι να προωθήσει την ένταξη εντός κέντρων φιλοξενίας, με τη μεγάλη τους πλειονότητα να βρίσκεται σε περιοχές εκτός και πολύ μακριά από τον αστικό ιστό. Η επιλογή αυτή είναι αντίθετη με τις αρχές του Σχεδίου δράσης για την ενσωμάτωση και την ένταξη για την περίοδο 2021-2027 της ΕΕ το οποίο αναφέρει ότι η διαδικασία ένταξης πρέπει να
γίνεται χωρίς αποκλεισμούς και προσθέτει ότι η διαδικασία είναι αμφίδρομη και πρέπει να εμπλέκει και την τοπική κοινωνία.
Η λογική της ένταξης στα κέντρα φιλοξενίας στην ουσία προωθεί τη γκετοποίηση και τον αποκλεισμό αφού δεν μπορούν να δημιουργηθούν οι απαραίτητοι κοινωνικοί δεσμοί, η πρόσβαση στο σχολείο επηρεάζεται, καθώς και η πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται είναι το ότι οι πρόσφυγες δεν θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα και άρα δεν υπάρχει λόγος να γίνει επένδυση στην ένταξη. Η απάντηση είναι ότι η ένταξη είναι μια διαδικασία που απαιτεί σχεδιασμό, εφαρμογή και αξιολόγηση. Όλα αυτά απαιτούν χρόνο τον οποίο η χώρα δεν δίνει αφού ο στόχος είναι να
σταλεί το μήνυμα «δεν σας θέλουμε». Το μήνυμα αυτό δεν είναι καινούργιο, η Ελλάδα το εκπέμπει εδώ και χρόνια μέσω των πολιτικών της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι διαδικασίες πολιτογράφησης, οι οποίες είναι εντελώς εχθρικές και με οικονομικά
κριτήρια τα οποία οδηγούν σε αποκλεισμούς ανθρώπων που είναι χρόνια
στην χώρα και πλήρως ενταγμένοι. Η Ελλάδα δεν προωθεί την ένταξη ούτε πρακτικά ούτε θεωρητικά, και οι δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών αυτό αναδεικνύουν πολύ καθαρά.
Αυτή η στάση και πολιτική επιλογή δεν υποστηρίζεται από στοιχεία, αφού γνωρίζουμε ότι η ένταξη μεταναστών ωφελεί την κοινωνία υποδοχής κοινωνικά και οικονομικά. Το παράδειγμα με την έλλειψη εργατικών χεριών αλλά και η έλλειψη προσωπικού στον τουρισμό ειδικά φέτος είναι ενδεικτικά.
Στην ίδια λογική θα μπορούσε να αναφερθεί και το δημογραφικό ζήτημα, αλλά η πραγματικότητα είναι αρκετά περίπλοκη και με πολλά επίπεδα αφού η απλή αριθμητική προσθήκη ανθρώπων δεν λύνει επί της ουσίας κάτι, καθώς και στην περίπτωση αυτή χρειάζονται συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες οι οποίες παίρνουν χρόνο.
Η συζήτηση για την μετανάστευση στην Ελλάδα δεν έχει γίνει παρόλο που η χώρα έχει τεράστια και πραγματική εμπειρία στο θέμα και είναι η στιγμή να ξεκινήσει με σοβαρή πλαισίωση και στόχευση.
(Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης είναι Διευθυντής του Ελληνικού Συμβούλιου για τους Πρόσφυγες-Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-report)