Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή, την Eurostat, χώρα μας έχει το 3ο χειρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση , κυρίως εξαιτίας της αλματώδους ανόδου του κόστους ζωής από την ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό, που μαστίζουν τη χώρα σε συνδυασμό με την αδυναμία της κυβέρνησης να δώσει λύσεις στα συγκεκριμένα -και πολλά ακόμη- προβλήματα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2022 ήταν 32% κάτω από το μέσο όρο του της ΕΕ, με οριακά χειρότερα από εμάς την Σλοβακία( 33% κάτω από το μέσο όρο) και τη Βουλγαρία (44% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ).
Και η αλήθεια είναι ότι τα προαναφερόμενα στοιχεία για την κατάταξη μας στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ δεν λένε την πλήρη αλήθεια, η οποία δυστυχώς είναι ακόμη χειρότερη.
Γιατί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη έχει πολλά μειονεκτήματα ως δείκτης ευημερίας καθώς αποτελεί κυρίως μέτρο για τη συνολική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μία χώρα κατά μία δεδομένη χρονική περίοδο διαιρεμένο με τον αριθμό των κατοίκων της χώρας.
Έτσι δεν συνυπολογίζει για παράδειγμα ότι σε μια οικονομία, όπως η ελληνική με ξένες επενδύσεις το γεγονός ότι τα κέρδη των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στη χώρα επαναπατρίζονται στη χώρα καταγωγής τους και δεν μένουν εδώ.
Και πάνω απ’ όλα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν μας λέει τίποτα για την κατανομή του πλούτου.
Και δυστυχώς όλοι γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα κυρίως με την κυβέρνηση Μητσοτάκη το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος το καρπώνονται ελάχιστοι εκλεκτοί επιχειρηματίες και φίλοι . Για την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών απομένουν τα «ψίχουλα».
Πιο δυσάρεστη λοιπόν η ελληνική πραγματικότητα από αυτή που καταγράφουν οι επίσης αποκαρδιωτικοί δείκτες της Eurostat. Kαι από τα χαμηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχουμε και η κατανομή του ευνοεί τους λίγους και οδηγεί τους πολλούς στην φτώχεια και την ανέχεια διογκώνοντας τα προβλήματα ανισότητας, κοινωνικού αποκλεισμού, ακόμη και πείνας.