Μετά από πολλές καθυστερήσεις και παλινωδίες που έκαναν παραπάνω από εμφανή την κρίση που σοβούσε στο εσωτερικό της και μετά και τους φονικούς σεισμούς στο Χατάι που επιτάχυναν τις πολιτικές εξελίξεις, η τουρκική αντιπολίτευση φαίνεται να έχει κάνει –εν μέρει έστω, και μετά από πολλές ζυμώσεις– την υπέρβαση που θα της επιτρέψει να σταθεί απέναντι στον κυβερνητικό συνασπισμό και τον Πρόεδρο Ερντογάν στις εκλογές της 14ης Μαΐου. Θυμόμαστε ότι, εδώ και μήνες, ο ορισμός του ανθυποψηφίου του Προέδρου Ερντογάν από την πλευρά της αντιπολίτευσης πήγαινε από αναβολή σε αναβολή, και χρειάστηκε οι εσωτερικές διεργασίες να φτάσουν σε οριακό σημείο –όπως έδειξε η αποχώρηση και η επάνοδος στον αντιπολιτευτικό συνασπισμό της Μεράλ Ακσενέρ μέσα σε διάστημα δύο ημερών– προκειμένου να λάβει ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου το χρίσμα. Χρειάστηκε ουσιαστικά να γίνει αποδεκτή η πρότασή της και να οριστεί όχι μόνο ο υποψήφιος Πρόεδρος αλλά και οι Αντιπρόεδροι που θα τον πλαισιώσουν, οι δημοφιλείς δήμαρχοι Εκρέμ Ιμάμογλου (Κων/πολης) και Μανσούρ Γιαβάς (Άγκυρας), που προέρχονται από τον πολιτικό χώρο της Ακσενέρ, προκειμένου να πειστεί η τελευταία να επανέλθει στο «Συνασπισμό των έξι» ή αλλιώς «Εθνική Συμμαχία» (MilletIttifaki).
Οι ψηφοφόροι φαίνεται να αντάμειψαν σχεδόν αμέσως την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να υπερβεί –σε ένα βαθμό τουλάχιστον– τις διαφορές της και να παρουσιάσει μια πολιτική αντιπρόταση απέναντι στη «Συμμαχία του Λαού» (CumhurIttifaki) των Ερντογάν (AKP) και Μπαχτσελί (MHP). Ο Κιλιτσντάρογλου προηγήθηκε του αντιπάλου του με σημαντική διαφορά, που του δίνει σαφές προβάδισμα, σχεδόν με την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του. Και γι’ αυτό το «γκολ από τα αποδυτήρια» της υποψηφιότητας Κιλιτσντάρογλου υπάρχουν αρκετοί λόγοι. Προφανώς και η εικοσαετής διακυβέρνηση Ερντογάν έχει κουράσει, με την κλιμακούμενη καταπίεση εις βάρος αντιφρονούντων, μειονοτήτων, αριστερών, οποιουδήποτε εν πολλοίς δεν ανήκε στους κυβερνητικούς υποστηρικτές, με την κλιμακούμενη οικονομική δυσπραγία, με την κλιμακούμενη διαφθορά. Προφανώς και η στερεότυπη επίκληση εξωτερικών εχθρών και τρομοκρατών ως πρόσχημα για την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών δεν πείθει πλέον ούτε τους πιο φανατικούς. Προφανώς και οι φονικοί σεισμοί της 6ης Φεβρουαρίου στο Χατάι (ένα από τα προπύργια των υποστηρικτών του AKP) κατέδειξαν την ένδεια των κρατικών μηχανισμών, το ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας, τη διαφθορά των αξιωματούχων και των κυβερνητικών διαπλεκόμενων, την καιροσκοπική λογική του ίδιου του Ερντογάν με τις νομιμοποιήσεις ακατάλληλων κτιρίων επί χρόνια.
Πέρα ωστόσο από όλα αυτά, υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, πιο ιδιαίτερο, ένα στοίχημα που αναλαμβάνει εκούσα άκουσα η τουρκική αντιπολίτευση και είναι ζήτημα αν θα καταφέρει να το φέρει σεπέρας: λόγω ανάγκης, μπαίνει στη διαδικασία να προσεγγίσει, να συμπεριλάβει πολιτικά, μειονότητες, κεμαλιστές, δεξιούς, ακόμη και αριστερούς. Στην ανάγκη της να σταθεί απέναντι στον τεράστιο μηχανισμό που έχει στήσει ο κυβερνητικός συνασπισμός και που είναι ταυτισμένος με το κράτος, τα ΜΜΕ, τις χρηματοδοτήσεις κ.λπ. εδώ και μια εικοσαετία, η αντιπολίτευση αποπειράται μια σύνθεση: oαλεβίτης και κεμαλιστής Κιλιτσντάρογλου συμπράττει με το ακροδεξιό «Καλό Κόμμα» της Ακσενέρ, ωστόσο επιθυμεί να βρει διαύλους επικοινωνίας και με το αριστερό και φιλοκουρδικόHDP. Οι διαιρέσεις αυτές στην τουρκική κοινωνία και συνακόλουθα στην τουρκική πολιτική ζωή είναι πολύ βαθιές και είναι σημαντικό ζήτημα η –έστω και καταρχάς– υπέρβασή τους, ακόμη και υπό όρους ή στη βάση της συγκυρίας. Ως αντιπαράδειγμα μπορούμε να δούμε τη στάση Μπαχτσελί, του ακροδεξιού συμμάχου του Ερντογάν, που προ ημερών μίλησε εμφατικά εναντίον των Κούρδων με αφορμή τα επεισόδια εις βάρος της ομάδας του Ντιγιαρμπακίρ, της Amedspor, στηνΜπούρσα. Στην τελική ευθεία πριν από τις εκλογές επέλεξε να επενδύσει και πάλι στην πόλωση και, αφού οι μεγαλοστομίες περί τουρκικής ανωτερότητας και ισχύος στο εξωτερικό έχουν καταπέσει μαζί με τις πολυκατοικίες του Χατάι, επέστρεψε στη ρητορεία περί εσωτερικού εχθρού και εναντίον των Κούρδων, σε μια προσπάθεια συσπείρωσης του εκλογικού του ακροατηρίου. Ο ίδιος ο Ερντογάν επενδύει σε ακροδεξιές συμμαχίες και στρέφεται σε ολοένα και πιο συντηρητικά ακροατήρια.
Αντίθετα, η Μεράλ Ακσενέρ απέρριψε το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με το HDP ή τη «συζήτηση στο ίδιο τραπέζι», αλλά όχι και την προεκλογική συνεργασία, στο επίπεδο που αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί στις συζητήσεις του Κιλιτσντάρογλου με το HDP. Επ’ αυτού φυσικά ήρθε η απάντηση του ΣελαχατίνΝτεμιρτάς, ο οποίος, επιδιώκοντας τη συνεργασία και το διάλογο αλλά ισότιμα και «ώμο με ώμο», την αποστόμωσε μεταξύ άλλων ως εξής: «Παρόλο που το HDP δήλωσε ότι δεν θέτει άλλα αιτήματα εκτός από τις δημοκρατικές αρχές, είπατε: “Το CHP μπορεί να ξεκινήσει διάλογο με το HDP, αλλά δεν μπορούν να γίνουν παραχωρήσεις και τα αιτήματά τους δεν μπορούν να τεθούν σε αυτό το τραπέζι”. Βλέπετε τα αιτήματα για εκδημοκρατισμό ως παραχωρήσεις;». Είναι λοιπόν σαφές ότι οι διεργασίες που έχουν ξεκινήσει είναι και δύσκολες και αργές, ενώ πιθανότατα θα οδηγήσουν και σε απώλειες στην κάλπη από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές όλων των προαναφερθέντων πολιτικών χώρων. Είναι επίσης σαφές ότι αυτή την ευαίσθητη ισορροπία που έχουν οι (σχεδόν) αντίρροπες πολιτικές δυνάμεις που συναποτελούν το συνασπισμό της αντιπολίτευσης θα προσπαθήσει να χτυπήσει ο αντίπαλος, τονίζοντας τις διαφορές τους σε κάθε ευκαιρία. Μένει λοιπόν να φανεί η αντοχή και η ευελιξία της «Εθνικής Συμμαχίας».
Έχει σημασία καταρχάς να μπορέσει όντως να υλοποιηθεί η σύγκλιση όλων αυτών των σχεδόν αντίρροπων δυνάμεων –όπως είναι οι ακροδεξιοί Ακσενέρ και Γιαβάς, από τη μια, και το φιλοκουρδικό αριστερό κόμμα, από την άλλη– και την ίδια στιγμή αυτή η σύγκλιση να υλοποιηθεί πάνω σε κάτι ευρύτερο από μια αποκλειστικά αντι-Ερντογάν, αντικυβερνητική λογική. Παρά τη θετική απόφαση της άρσης του παγώματος της χρηματοδότησης του HDP από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας, η οποία έγινε δεκτή με απειλές από τον Μπαχτσελί, η προοπτική της απαγόρευσης του κόμματος –και μάλιστα μια μέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων βουλευτών από τα κόμματα– είναι πιθανή και δείχνει και το επίπεδο επιρροής που έχει η κυβέρνηση πάνω στους θεσμούς. Στην πρόσφατη συνάντηση που είχε με τους ηγέτες του HDP Μπουλντάν και Σαντζάρ στην έδρα τους, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου αποπειράθηκε να αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις και υποσχέθηκε δημοκρατία, κράτος πρόνοιας και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ενώ τάχθηκε σαφώς κατά της απαγόρευσης του κόμματος, καταλήγοντας: «Γιατί πολεμάμε; Γιατί διχάζουμε την κοινωνία; Εμείς υποστηρίζουμε το “μαζί”, την ενότητα». Οπότε η ένταξη του HDP στο συνασπισμό της αντιπολίτευσης φαίνεται να προχωρά και μάλιστα στη βάση εκπεφρασμένων –αν και γενικών– αρχών. Βέβαια, στην περίπτωση πουη αντιπολίτευση καταφέρει τελικά να ανέλθει στην εξουσία, μένει να φανεί πώς θα υλοποιηθούν οι αρχές αυτές, καθώς θα μιλάμε κυριολεκτικά για το τέλος μιας εποχής και η μετάβαση σε μια διάδοχη κατάσταση δε θα είναι απλή υπόθεση.
Αν μείνουμε ωστόσο στη θεώρηση του προεκλογικού πολιτικού τοπίου, ησυμμετοχή των δημάρχων στον αντιπολιτευτικό συνασπισμό ως αντιπροέδρων τόνωσε αμέσως την υποψηφιότητα Κιλιτσντάρογλου δημοσκοπικά, ενώ το 10% που συγκεντρώνει το HDP στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις –παρά τις λυσσαλέες διώξεις που υφίσταται εδώ και χρόνια- ενδέχεται να ρυθμίσει τις εκλογές στην Τουρκία. Είναι λοιπόν σαφές ότι ένα σημαντικό μέρος του κόσμου που ψηφίζει–και που έως τώρα ένιωθε πολιτικά περιθωριοποιημένο– ελπίζει σε μια αλλαγή καιθέλει η αντιπολίτευση να μπορέσει να μετατρέψει αυτή την προαναφερθείσα σύμπραξη σε σύνθεση. Μια συνεργασία στη βάση της συμπερίληψης και όχι εξαιρέσεων και εσωτερικών/εξωτερικών εχθρών, όπως γινόταν μέχρι τώρα, συνιστά μια τομή και ταυτόχρονα ένα μεγάλο ρίσκο. Την εναλλακτική την περιγράφει καλύτερα από όλους ο φυλακισμένος Σελαχατίν Ντεμιρτάς σε μια αποστροφή της ανοιχτής επιστολής που, όπως είδαμε και παραπάνω, απηύθυνε στη Μεράλ Ακσενέρ: «Αν έρθετε στην εξουσία και οι απαιτήσεις του HDP δεν έρθουν στο τραπέζι σας, ποιο τραπέζι μας προτείνετε; Σκέφτεστε να μας κατευθύνετε ξανά στο "τραπέζι μάχης-τρομοκρατίας", όπως γίνεται εδώ και πενήντα χρόνια;».
(Η Έλενα Μπουλετή είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 12ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org)