Στις 17 Ιουνίου 1994, η Αμερική καθηλώθηκε μπροστά στη μικρή οθόνη. Τα ελικόπτερα των τηλεοπτικών καναλιών κάλυπταν σε ζωντανή μετάδοση την πολύωρη καταδίωξη ενός λευκού τζιπ Ford Bronco από στόλο ασπρόμαυρων περιπολικών της αστυνομίας στον αυτοκινητόδρομο 405, έξω από το Λος Αντζελες. Φυγάς ήταν ο θρύλος του αμερικανικού ποδοσφαίρου Ο. Τζέι Σίμπσον, κατηγορούμενος για τη δολοφονία της πρώην συζύγου του και του εραστή της. Η καταδίωξη κατέληξε στη σύλληψη του Σίμπσον, ο οποίος μήνες αργότερα αθωώθηκε, ύστερα από μια πολύκροτη δίκη, την οποία παρακολούθησαν 150 εκατομμύρια τηλεθεατές.
Μια πολύ διαφορετική δικαστική υπόθεση έγινε αφορμή για ένα νέο τηλεοπτικό δράμα πανεθνικού ενδιαφέροντος στις αρχές της εβδομάδας που πέρασε με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ Τραμπ. Υπό δικαστική δίωξη για τη γνωστή υπόθεση με τα χρήματα που έδωσε, παραμονές εκλογών του 2016, στην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς για να εξασφαλίσει τη σιωπή της γύρω από τις θρυλούμενες σχέσεις τους, ο τέως πρόεδρος έπρεπε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο του Μανχάταν για να του απαγγελθούν κατηγορίες. Οι τηλεοπτικές κάμερες κάλυψαν σε ζωντανή μετάδοση την έξοδό του από τη βίλα του, στο Μαρ-αλάγκο της Φλόριντα, τη διαδρομή της αυτοκινητοπομπής του μέχρι το αεροδρόμιο του Παλμ Μπιτς, την απογείωση του ιδιωτικού του αεροπλάνου με τη χρυσή επιγραφή TRUMP, την προσγείωσή του στο αεροδρόμιο Λαγκουάρντια της Νέας Υόρκης και την άφιξη του πρωταγωνιστή στον ομώνυμο πύργο του. Η επόμενη ημέρα περιελάμβανε εικόνες από έναν συννεφιασμένο Τραμπ να φτάνει και να φεύγει από το δικαστήριο, την επιστροφή του στο Μαρ-α-λάγκο και την ομιλία του, ενώπιον φανατικών οπαδών του, όπου εμφανίστηκε αποφασισμένος να συνεχίσει απτόητος τον αγώνα για την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, στις εκλογές του 2024.
Τα αμερικανικά μίντια έκαναν λόγο για «ιστορική» ημέρα, καθώς ήταν η πρώτη φορά που ένας πρώην πρόεδρος υποχρεώθηκε να δώσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα και να φωτογραφηθεί από την αστυνομία, συνοδευόμενος από άνδρες της Μυστικής Υπηρεσίας που προστατεύουν τους νυν και πρώην ενοίκους του Λευκού Οίκου. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν, στο όχι μακρινό παρελθόν, πρόεδροι που δικάστηκαν με το ερώτημα της καθαίρεσης – ο Κλίντον το 1998 για την πολύκροτη, επίσης σεξουαλικού χαρακτήρα, υπόθεση Μόνικα Λεβίνσκι και ο ίδιος ο Τραμπ δύο φορές, τη μία για άσκηση πίεσης σε ξένο ηγέτη (τον πρόεδρο της Ουκρανίας) για αμαύρωση του Μπάιντεν στις εκλογές του 2020 και την άλλη για τα έκτροπα στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου του 2021. Ωστόσο η δίκη τους έγινε και στις τρεις περιπτώσεις από τη Γερουσία, η οποία τους απάλλαξε.
Αυτή τη φορά, η δίωξη του Τραμπ κινήθηκε από έναν εκλεγμένο Δημοκρατικό εισαγγελέα του Μανχάταν, τον Αλβιν Μπραγκ, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά και δημιουργεί ένα αμφιλεγόμενο προηγούμενο. Τι θα συμβεί αύριο, αναρωτιούνται πολλοί, αν ένας εκλεγμένος εισαγγελέας μιας παραδοσιακά «κόκκινης» πολιτείας, όπως το Τέξας, κινηθεί δικαστικά εναντίον του Τζο Μπάιντεν ή άλλου πολιτικού αντιπάλου των Ρεπουμπλικανών; Το γεγονός ότι την προεκλογική καμπάνια του Μπραγκ είχε ενισχύσει γενναιόδωρα ο πασίγνωστος μεγιστάνας Τζορτζ Σόρος, «μαύρο πρόβατο» των Ρεπουμπλικανών, φόρτισε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα δυσπιστίας.
Ακόμη και διαπρύσιοι αντίπαλοι του Τραμπ, όπως ο Μιτ Ρόμνεϊ, ο μόνος Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής που ψήφισε υπέρ της καθαίρεσής του και στις δύο δίκες του, αυτή τη φορά υποστήριξαν ότι η δίωξή του ήταν πολιτικά υποκινούμενη, με ασθενέστατη νομική βάση. Ο τέως πρόεδρος δεν κατηγορείται ότι έδωσε χρήματα στην Ντάνιελς προκειμένου να εξασφαλίσει τη σιωπή της –αυτό ήταν δικαίωμά του– αλλά για υποτιθέμενη παραπλανητική δήλωση στην εφορία, ότι δηλαδή πέρασε το εν λόγω ποσό στα έξοδα επιχείρησής του, ενώ αφορούσε προσωπική του συναλλαγή. Αλλά το εν λόγω αδίκημα είναι πλημμέλημα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Νέας Υόρκης. Για να το αναβαθμίσει σε κακούργημα, ο Μπραγκ υποστήριξε ότι διαπράχθηκε για να συγκαλυφθεί άλλο έγκλημα, το οποίο δεν μας αποκάλυψε ακόμη, αλλά λέγεται ότι αφορά παραβίαση της εκλογικής νομοθεσίας. Πολιτικοί και νομικοί που δεν συμπαθούν καθόλου τον 45ο πρόεδρο πιστεύουν ότι πρόκειται για νομική ακροβασία και ότι είναι πιθανό να καταπέσουν οι κατηγορίες στα δικαστήρια.
Σε πρώτο χρόνο, ο Ντόναλντ Τραμπ εκμεταλλεύθηκε προς όφελός του τη δίωξη, εμφανίζοντάς την ως απόδειξη ότι είναι θύμα του «βαθέος κράτους». Αναζωπύρωσε από τις στάχτες του το λαϊκίστικο κίνημα της MAGA (Make America Great Again) και έθεσε σε πολιτική ομηρία τους εσωκομματικούς αντιπάλους του, με πρώτο τον τέως αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, οι οποίοι, θέλοντας και μη, υποχρεώθηκαν να τον υπερασπιστούν. Στις πρώτες δημοσκοπήσεις μετά τη δίωξή του, εξασφάλιζε περίπου το 50% των προτιμήσεων για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, με το προβάδισμα έναντι του πιο επικίνδυνου αντιπάλου του, του κυβερνήτη Φλόριντα Ρον ντε Σάντις, να εκτοξεύεται από τις οκτώ στις 26 μονάδες.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο, όμως, ότι αυτή η δυναμική θα διατηρηθεί. Πέρα από την εύθραυστη υπόθεση Στόρμι Ντάνιελς, είναι πιθανό να αντιμετωπίσει ο Τραμπ διώξεις για τρεις πολύ σοβαρότερες υποθέσεις (απόπειρα ανατροπής των εκλογικών αποτελεσμάτων στην Τζόρτζια, υποκίνηση ταραχών την 6η Ιανουαρίου, παράνομη κράτηση διαβαθμισμένων εγγράφων στο Μαρ-α-λάγκο), κάτι που μπορεί να εντείνει τις αμφιβολίες για τη δυνατότητά του να νικήσει το 2024.
Οι εκλογές του 2024
Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται να εύχεται διακαώς να έχει αντίπαλο και πάλι τον Τραμπ. Τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο, όπου οι Ρεπουμπλικανοί έχασαν τη μάχη της Γερουσίας και οι υποψήφιοι της MAGA δεν τα πήγαν και τόσο καλά, μάλλον ενίσχυσαν αυτή του την πεποίθηση. Σε κάθε περίπτωση, η αναμέτρηση του 2024 δεν θα κριθεί μόνο ή κυρίως από τις δικαστικές περιπέτειες του Τραμπ, όσο από τις απαντήσεις που θα δώσει κάθε παράταξη και κάθε υποψήφιος στα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν τους Αμερικανούς, από την ακρίβεια και τις ανισότητες μέχρι τη μετανάστευση και την εγκληματικότητα.
Υπό αυτό το πρίσμα, παρουσιάζουν ενδιαφέρον δύο εκλογικές αναμετρήσεις της περασμένης Τρίτης, που πέρασαν σε δεύτερη μοίρα λόγω της επικοινωνιακής καταιγίδας Τραμπ. Στο Ουισκόνσιν, μια πολιτεία όπου οι εκλογές κρίνονται κατά κανόνα με διαφορά στήθους, η υποψήφια των Δημοκρατικών για το πολιτειακό Ανώτατο Δικαστήριο κέρδισε με διαφορά 11 μονάδων, έχοντας ως αιχμή την ελευθερία των γυναικών στις αμβλώσεις. Στο δε Σικάγο, ένας αριστερός, σοσιαλιστικών τάσεων υποψήφιος των Δημοκρατικών κέρδισε τη δημαρχία παρότι είχε πάρει θέση υπέρ της μείωσης των δαπανών για την αστυνομία, φέρνοντας σε πρώτη γραμμή το κοινωνικό κράτος και τη μείωση των ανισοτήτων. Δύο κερδισμένες μάχες, που προσφέρονται για διδάγματα από την πλευρά των Δημοκρατικών και μάλλον δεν στέλνουν αισιόδοξα μηνύματα στον Τραμπ και στους οπαδούς του.
(Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)