Έχοντας θεµελιώσει τη σύγχρονη ∆ηµοκρατία στον Παλιό και τον Νέο Κόσµο µε δύο µεγάλες λαϊκές επαναστάσεις στα τέλη του 18ου αιώνα, Γαλλία και ΗΠΑ κληρονόµησαν το κοινό φαντασιακό ότι αντιπροσωπεύουν «εξαιρετικά» έθνη, ως φάροι της Ελευθερίας ανά την οικουµένη. Αυτή τη χρονιά όµως, οι εθνικές τους επέτειοι, στις 4 Ιουλίου για τους Αµερικανούς και στις 14 για τους Γάλλους, µόνο γιορτή της ∆ηµοκρατίας δεν θα θυµίζουν.
Η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν διεκδικεί µε αξιώσεις την κυβέρνηση στις βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται σε δύο γύρους, σήµερα και στις 7 Ιουλίου, ενώ στις ΗΠΑ το ενδεχόµενο µιας δεύτερης προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραµπ προβάλλει ισχυρότερο από ποτέ ύστερα από το τραγικό για τον Τζο Μπάιντεν τηλεοπτικό ντιµπέιτ µε τον αντίπαλό του, την περασµένη Πέµπτη. Εάν δεν αναχαιτιστούν οι σηµερινές τάσεις και η «Εναλλακτική ∆εξιά» (Alt-right) εγκατασταθεί τους επόµενους µήνες στο Μέγαρο Ματινιόν και τον Λευκό Οίκο, θεµελιώδη δικαιώµατα, µεταναστευτικές κοινότητες, η συνοχή της ∆ύσης και οι προσπάθειες αντιµετώπισης της κλιµατικής κρίσης θα βρεθούν σε κατάσταση πολιορκίας. Για να µη µιλήσουµε για µια νέα πιθανή κρίση χρέους, που ήδη απειλεί τον δυτικό κόσµο, µε τη Γαλλία και τις ΗΠΑ να αντιπροσωπεύουν δύο από τις πιο επιβαρυµένες χώρες του.
Στρατηγική ήττα
Ποτέ στα προηγούµενα 64 χρόνια προεδρικών ντιµπέιτ, µια µονοµαχία υποψηφίων δεν είχε τόσο καταλυτικό αντίκτυπο. Το 1984 ο Ρόναλντ Ρέιγκαν υστέρησε του Γουόλτερ Μοντέιλ στην πρώτη από τις τρεις τηλεµαχίες τους, αλλά στη συνέχεια ανέκαµψε, για να επικρατήσει σαρωτικά στις κάλπες. Το ίδιο συνέβη µε τον Μπαράκ Οµπάµα που έχασε κατά κράτος από τον Μιτ Ρόµνεϊ στην πρώτη αναµέτρηση του 2012. Σε αυτές τις περιπτώσεις επρόκειτο, ωστόσο, για τακτικού χαρακτήρα επικοινωνιακές αποτυχίες. Αντίθετα, για τον Τζο Μπάιντεν, τα 90 µαρτυρικά λεπτά της περασµένης Πέµπτης στο στούντιο του CNN, στην Ατλάντα, αντιπροσώπευαν µια στρατηγική ήττα, καθώς µεγέθυναν κάτω από το ανελέητο φως των τηλεοπτικών προβολέων το βασικό ελάττωµα της υποψηφιότητάς του: την έκπτωση των φυσικών και διανοητικών του αντοχών λόγω της προχωρηµένης ηλικίας του.
Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο Μπάιντεν και οι φωστήρες του επιτελείου του προκάλεσαν ένα τόσο πρόωρο ντιµπέιτ µε τον Τραµπ (συνήθως διεξάγονται από τον Σεπτέµβριο και µετά), ακριβώς για να διασκεδάσουν τις ανησυχίες της κοινής γνώµης. Για τον σκοπό αυτό, τον απέσυραν στην εξοχική προεδρική κατοικία του Καµπ Ντέιβιντ για µία περίπου εβδοµάδα, όπου προετοιµάστηκε εντατικά. Ενδεχοµένως είχαν ενθαρρυνθεί από τη ζωτικότητα που επέδειξε στην ετήσια οµιλία του για την Κατάσταση της Ενωσης, τον Μάρτιο, όπου όµως δεν είχε αντίπαλο.
Απέναντι στον Τραµπ, οι συγκρίσεις ήταν συντριπτικές. Η φωνή του δυσκολευόταν να βγει, εκφυλιζόταν σε ψίθυρο ή γουργουρητό, έχανε τον ειρµό του, πηδούσε ακατανόητα από ένα θέµα που καταφανώς τον ευνοούσε, όπως οι αµβλώσεις, στο πιο προνοµιακό γήπεδο του αντιπάλου του, τη µετανάστευση. Σε αυτό το φόντο, ο Τραµπ µπορούσε να αραδιάζει τις γνωστές υπερβολές, τα ασύστολα ψέµατα και τις ρατσιστικές θέσεις του χωρίς κανένα φόβο ότι θα καταβάλει τίµηµα, µια και ο αντίπαλός του αυτοκτονούσε σε κοινή θέα.
Από το βράδυ της Πέµπτης, ο πανικός βασιλεύει στο στρατόπεδο των ∆ηµοκρατικών, ενώ ακόµη και οι ναυαρχίδες του Τύπου που υποστηρίζουν την παράταξη, όπως οι New York Times, έχουν ξεκινήσει εκστρατεία για την αντικατάσταση του Μπάιντεν. Κάτι τέτοιο συνέβη το 1968, όταν ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον αποσύρθηκε από την κούρσα ύστερα από τις
πρώτες προκριµατικές εκλογές, χωρίς τελικά αυτό να αποτρέψει την ήττα των ∆ηµοκρατικών από τον Ρίτσαρντ Νίξον. Ποτέ όµως κάποιο από τα δύο µεγάλα κόµµατα δεν άλλαξε άλογο τόσο αργά, τη στιγµή δηλαδή που έχουν ολοκληρωθεί όλες οι προκριµατικές εκλογές, µε τον Μπάιντεν να έχει συγκεντρώσει το 95% των αντιπροσώπων για το συνέδριο του κόµµατος, που θα αρχίσει στις 19 Αυγούστου, στο Σικάγο και θα δώσει το προεδρικό χρίσµα.
O ίδιος ο Μπάιντεν, πάντως, δεν έδειξε να πτοείται από την οµοβροντία. «∆εν είµαι τόσο καλός στα ντιµπέιτ πια, ξέρω όµως να αναγνωρίζω το καλό και το κακό», διακήρυξε σε οµιλία την οποία ολοκλήρωσε µε ένα σύντοµο τζόγκινγκ. «Με όλο µου το είναι και την ψυχή µπορώ να ασκήσω τα καθήκοντά µου, είναι πολλά αυτά που διακυβεύονται», είπε την Παρασκευή στη Βόρεια Καρολίνα, ενώ το πλήθος που συµµετείχε στην προεκλογική συγκέντρωση του φώναζε: «Ναι, Τζο, µπορείς».
Τα επόµενα βήµατα
Αν υποτεθεί ότι ο Μπάιντεν πείθεται τελικώς να αποσυρθεί, τίθεται το ερώτηµα µε ποιον τρόπο θα το πράξει. Αν παραιτηθεί από πρόεδρος των ΗΠΑ, το αξίωµά του θα περάσει αυτοµάτως στην αντιπρόεδρο Κάµαλα Χάρις. Αυτό δεν σηµαίνει ότι η Χάρις θα είναι κατ’ ανάγκην η υποψήφια πρόεδρος των ∆ηµοκρατικών, µια και η απόφαση πρέπει να ληφθεί από τους 4.500 αντιπροσώπους του συνεδρίου, σε κάθε περίπτωση όµως θα έχει σοβαρό προβάδισµα. Αν πάλι, ο Μπάιντεν µείνει πρόεδρος, αποσυρόµενος από τη µάχη για την επανεκλογή του, θα ξεκινήσει αµέσως σκληρός αγώνας ανάµεσα στους υποψηφίους από µηδενική βάση.
Ανάµεσα στα ονόµατα των πιθανών διεκδικητών ξεχωρίζουν ∆ηµοκρατικοί κυβερνήτες πολιτειών, µε προεξάρχοντα τον κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσοµ. Ο επιχειρηµατίας που έγινε πολιτικός και συγκρούστηκε ως κυβερνήτης µε τα εργατικά συνδικάτα θεωρείται εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας των ∆ηµοκρατικών και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα καταφέρει να ενώσει µια βαθιά διχασµένη παράταξη. Ακριβώς η ικανότητα να ενώνει την αριστερή πτέρυγα και τους µετριοπαθείς ∆ηµοκρατικούς ήταν ένα από τα βασικά ατού του Τζο Μπάιντεν και µέχρι στιγµής δεν φαίνεται στον ορίζοντα ποιος από τους υποψήφιους αντικαταστάτες του θα µπορούσε να πετύχει το ίδιο.
(Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας- Το άρθρο του αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Καθημερινή της Κυριακής")