Η παροχή ενός επιπλέον πακέτου στρατιωτικής βοήθειας, που θα περιλαμβάνει και βαρέα επιθετικά όπλα, αναμένεται να αποτελέσει σημείο καμπής για τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς θα σηματοδοτήσει τη βούληση των συμμάχων να οδηγήσουν σε ήττα τη Ρωσία, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τις όποιες προσπάθειες συμβιβασμού.
Η προχθεσινή συνάντηση των συμμάχων της Ουκρανίας στην αμερικανική βάση του Ραμστάιν, στη Γερμανία, θα καταγραφεί, πιθανότατα, ως σημείο καμπής όχι μόνο για την πορεία του ρωσο-ουκρανικού πολέμου αλλά και για τη θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη της επόμενης μέρας. Η σημαντικότερη εξέλιξη ήταν η υιοθέτηση μεγάλων πακέτων πρόσθετης στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, που περιλαμβάνουν καθαρά επιθετικά όπλα, ακόμη και βαριά άρματα μάχης.
Ηδη οι Βρετανοί έχουν ανακοινώσει ότι θα στείλουν μία ίλη Challenger, ενώ αρκετές από τις 13 ευρωπαϊκές χώρες που διαθέτουν γερμανικά άρματα Leopard ετοιμάζονται για παρόμοιες κινήσεις. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Γερμανία αντιστάθηκε στις έντονες πιέσεις που δέχθηκε από τους Αμερικανούς και άλλους συμμάχους της, με αποτέλεσμα να μη ληφθεί ρητή απόφαση στη σύνοδο του Ραμστάιν.
Η ενίσχυση των επιθετικών δυνατοτήτων της Ουκρανίας απειλεί να ανατινάξει τις τελευταίες γέφυρες ενός πιθανού συμβιβασμού της Δύσης με το Κρεμλίνο, οδηγώντας τα πράγματα σε σημείο μη επιστροφής. Δεν θα πρόκειται, πάντως, για κεραυνό εν αιθρία. Στους 11 μήνες της ρωσικής εισβολής, οι Δυτικοί ξεπερνούσαν σταδιακά όλα τα αρχικά τους ταμπού σχετικά με τον εξοπλισμό της Ουκρανίας, ποδοπατώντας, τη μία μετά την άλλη, σχεδόν όλες τις υποτιθέμενες «κόκκινες γραμμές» της Μόσχας (αστεία ορολογία: οι «κόκκινες γραμμές» ορίζονται από τον καθέναν με βάση τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων και δεν είναι χαραγμένες πάνω στην πέτρα του Μωυσή, αλλά πάνω στην άμμο της ακροθαλασσιάς, έτοιμες να σαρωθούν από τα απρόβλεπτα κύματα της Ιστορίας). Στην αρχή, οι Δυτικοί έδιναν στους Ουκρανούς καθαρά αμυντικά όπλα, όπως οι αντιαρματικοί πύραυλοι Javelin και οι αντιαεροπορικοί Stinger, που τους επέτρεπαν να αντιστέκονται σθεναρά, όχι όμως και να φιλοδοξούν να κατατροπώσουν τους Ρώσους. Η σκέψη που κυριαρχούσε τότε, ή τουλάχιστον αυτό που λεγόταν δημοσίως, ήταν ότι έπρεπε πάση θυσία να αποτραπεί απευθείας σύγκρουση ΝΑΤΟ - Ρωσίας.
Ετη φωτός μας χωρίζουν από εκείνη την εποχή. Πρώτοι οι Αμερικανοί διάβηκαν τον Ρουβίκωνα, εφοδιάζοντας τους Ουκρανούς με πυραύλους HIMARS, βεληνεκούς 80 χιλιομέτρων, που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην απώθηση των Ρώσων από το Χάρκοβο και στην ανακατάληψη της Χερσώνας. Στη συνέχεια ήρθε η παράδοση στο Κίεβο εξελιγμένων συστημάτων αεράμυνας Patriot και ελαφρών τεθωρακισμένων του στρατού ξηράς – αμερικανικών Bradley, γαλλικών AMX και γερμανικών Marder.
Αλλά η παράδοση βαρέων αρμάτων μάχης, όπως τα γερμανικά Leopard και τα βρετανικά Challenger (και ίσως αύριο τα γαλλικά Leclerc και τα αμερικανικά Abrams), θα αποτελέσει ποιοτικό άλμα. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να βρισκόμαστε μόνο στην αρχή. Hδη οι Ουκρανοί ζητούν επιτακτικά μαχητικά αεροπλάνα, με πρώτα στη σειρά τα γερμανικά Tornado, και ακόμη ισχυρότερα συστήματα πυροβολικού, όπως τους αμερικανικούς πυραύλους ATACMS, βεληνεκούς 300 χιλιομέτρων, με τους οποίους θα μπορούσαν να εξαπολύσουν επιθέσεις ακόμη και στην Κριμαία.
Από την έναρξη του πολέμου οι Δυτικοί διχάζονταν στη στρατηγική για τους όρους τερματισμού του. Μερίδα των Ευρωπαίων, με επικεφαλής τους Γερμανούς και τους Γάλλους, επιδίωκαν έναν κάποιο συμβιβασμό ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο (μέχρι πρόσφατα ο Εμανουέλ Μακρόν τόνιζε ότι «δεν πρέπει να ταπεινώσουμε τη Ρωσία»), που θα επέτρεπε, σε βάθος χρόνου, την ομαλοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Μόσχα. Αυτό, βέβαια, όχι γιατί έτρεφαν κάποια συμπάθεια για τον Πούτιν, αλλά γιατί υπερασπίζονταν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των χωρών τους και μοιράζονταν την εκτίμηση ότι από μια μόνιμη αντιπαλότητα Δύσης - Ρωσίας, οι Ευρωπαίοι θα πλήρωναν το τίμημα και οι Αμερικανοί θα εισέπρατταν τα κέρδη. Ωστόσο, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και οι σύμμαχοί τους στη Βόρεια και την Ανατολική Ευρώπη είχαν χαράξει εξαρχής μια απολύτως αδιάλλακτη γραμμή, ωθώντας τους Ουκρανούς σε αγώνα μέχρι τέλους για μια ταπεινωτική ήττα του ρωσικού στρατού, με στόχο την ανατροπή του Πούτιν και την πειθάρχηση της Ρωσίας. Η σύνοδος στο Ραμστάιν έδειξε προς ποια πλευρά πάει να γείρει η πλάστιγγα.
Η επίσημη δικαιολογία των ΗΠΑ για την ανάγκη ενίσχυσης της Ουκρανίας με επιθετικά όπλα είναι ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν ετοιμάζεται για ριψοκίνδυνη φυγή προς τα εμπρός, με μια νέα, μεγάλης κλίμακας επίθεση, ίσως και στο Κίεβο, την ερχόμενη άνοιξη. Βέβαια, κάτι τέτοιο προϋποθέτει μεγάλες μετακινήσεις ρωσικών στρατευμάτων (όπως εκείνες που έγιναν πέρυσι με τα μεγάλα γυμνάσια στη Λευκορωσία), οι οποίες ασφαλώς δεν θα περάσουν απαρατήρητες από τους αμερικανικούς δορυφόρους. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις μύριες όσες αναποδιές στη στρατιωτική εκστρατεία της Ρωσίας, οι δυνατότητές της δεν μπορεί να υποτιμηθούν.
Οπως επισημαίνει ο Αμερικανός καθηγητής Μπάρι Ρόζεν στο Foreign Affairs, μετά τα οδυνηρά πλήγματα που δέχθηκε στο Χάρκοβο και στη Χερσώνα, ο ρωσικός στρατός ανασυντάσσεται με επιτυχία. Η υποχώρησή του από τις δύο πόλεις ήταν συντεταγμένη και χωρίς ιδιαίτερες απώλειες, οι αμυντικές γραμμές του πύκνωσαν, καθώς η γραμμή επαφής μειώθηκε από 1.000 σε 500 μίλια και οι απώλειες των δύο εμπολέμων είναι της τάξης του 1 προς 1, κάτι που ευνοεί τον ισχυρότερο. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες του χειμώνα, ο ρωσικός στρατός καταγράφει περιορισμένα κέρδη στο Ντονμπάς, έχοντας καταλάβει τη μικρή πόλη Σολεντάρ και κάποια χωριά, ενώ βρίσκεται προ των θυρών της μεγαλύτερης πόλης Μπαχμούτ.
Η μάχη του Μπαχμούτ
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Ρώσοι καθηλώνουν στις ανατολικές επαρχίες τις πιο επίλεκτες δυνάμεις των Ουκρανών, αναστέλλοντας τα σχέδιά τους για συνέχιση της αντεπίθεσής τους στο νότιο μέτωπο, κυρίως στη Ζαπορίζια. Οπως αποκάλυψε προχθές το περιοδικό Der Spiegel, η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών BND εξέφρασε, σε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση επιτροπής της Βουλής, ανησυχία για τις μεγάλες απώλειες των Ουκρανών στη μάχη του Μπαχμούτ, οι οποίες είναι σταθερά τριψήφιες σε ημερήσια βάση. Επιπλέον, σε αντίθεση με τη φιλολογία ουκρανικών και αμερικανικών Μέσων που υποβαθμίζουν τη σημασία της συγκεκριμένης μάχης, η BND εκτιμά ότι ενδεχόμενη πτώση του Μπαχμούτ απειλεί να ανοίξει τον δρόμο για την ταχύτερη προέλαση των Ρώσων σε άλλες, μεγαλύτερες πόλεις του Ντονέτσκ.
Στο μεταξύ, αν και η Ευρώπη αντέχει την ενεργειακή κρίση καθώς ο στρατηγός χειμώνας δεν έκανε τα χατίρια του Πούτιν, το ανεξέλεγκτο κύμα ακρίβειας που μεγεθύνθηκε από τον πόλεμο θα συνεχίσει να υπονομεύει για απρόβλεπτο διάστημα τη σταθερότητα κυβερνήσεων ισχυρών χωρών της Δύσης. Δεν πρέπει να είναι άσχετη με όλα αυτά η αποκάλυψη της Washington Post ότι ο διευθυντής της CIA Γουίλιαμ Μπερνς επισκέφθηκε πρόσφατα το Κίεβο, όπου τόνισε στον Ζελένσκι ότι η αμερικανική βοήθεια δεν πρέπει να θεωρείται επ’ αόριστον δεδομένη, πολύ περισσότερο που η Βουλή των Αντιπροσώπων ελέγχεται πλέον από τους πιο δύστροπους Ρεπουμπλικανούς.
Την ίδια στιγμή, ο Βλαντιμίρ Πούτιν άνοιγε μια χαραμάδα για πιθανή συνδιαλλαγή, αφήνοντας να εννοηθεί, σε ομιλία του για την επέτειο της άρσης της πολιορκίας του Λένινγκραντ, ότι οι στόχοι της Ρωσίας περιορίζονται στον έλεγχο του ρωσόφωνου Ντονμπάς. Τοπίο στην ομίχλη, με τους επόμενους μήνες να διαγράφονται αποφασιστικής σημασίας.
(Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)