«Η Τουρκία έγινε μεγάλος παίκτης στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Με διθυραμβικές διακηρύξεις αυτού του τύπου συνόδευσε ο Ταγίπ Ερντογάν τα εγκαίνια του Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Κέντρου (IFC) στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, την περασμένη Δευτέρα. Eνα τεράστιο κατασκευαστικό έργο, που κόστισε 3,4 δισ. δολάρια, με επιφάνεια γραφείων γύρω στο 1,5 εκατομμύριο τετραγωνικά μέτρα και πάρκινγκ που μπορεί να φιλοξενήσει 26.500 αυτοκίνητα, φιλοδοξεί να εξελιχθεί, κατά δήλωσή του, σε «ένα νέο οικοσύστημα που θα συνδέει τρεις ηπείρους». Hταν ένα από τα φαραωνικά έργα –ακολούθησε η έναρξη εκμετάλλευσης του κοιτάσματος φυσικού αερίου Sakarya στη Μαύρη Θάλασσα– που έβγαλε από το μανίκι του ο Τούρκος πρόεδρος την περασμένη εβδομάδα, στην τελική ευθεία για τις διπλές εκλογές, προεδρικές και βουλευτικές, της 14ης Μαΐου.
Στην πραγματικότητα, οι απαστράπτοντες πύργοι από γυαλί και ατσάλι που παρήλασαν από τα τηλεοπτικά δελτία ήταν κάτι σαν σύγχρονη εκδοχή των «χωριών Ποτέμκιν», των χρωματιστών προσόψεων σπιτιών που λέγεται ότι είχε φτιάξει ο Μεγάλος Ναύαρχος της Ρωσίας και εραστής της Μεγάλης Αικατερίνης για να την εντυπωσιάσει με μια παραπλανητικά ειδυλλιακή εικόνα των νέων αυτοκρατορικών κτήσεων. Στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι αχανείς χώροι των γραφείων ήταν άδειοι, καθώς πολλοί από τους ξένους επενδυτές έχουν φύγει από καιρό λόγω των επικίνδυνων κλυδωνισμών στην τουρκική οικονομία. Για κακή τύχη του προέδρου, την επομένη των πανηγυρικών εγκαινίων η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος με το αμερικανικό δολάριο έπεσε στο κατώτατο σημείο από την καθιέρωση της νέας τουρκικής λίρας, τον Ιανουάριο του 2005 (19,6 προς 1).
Η εκατονταετηρίδα
Κάπως αλλιώς είχε φανταστεί την ατμόσφαιρα της φετινής αναμέτρησης, κατά γενική εκτίμηση της πιο κρίσιμης στα 20 χρόνια της εξουσίας του, ο Ταγίπ Ερντογάν. Πέντε μήνες πριν από την 100ή επέτειο της ίδρυσης της κοσμικής Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια πανηγυρική επανεκλογή του προέδρου-σουλτάνου θα εδραίωνε τον ηγεμονικό του ρόλο στη νεοοθωμανική Τουρκία που ο 69χρονος ηγέτης και το ισλαμικό κόμμα του, το ΑΚΡ, οικοδόμησαν. Αυτόν τον συμβολισμό εξυπηρετούσε και η επιλογή της σημαδιακής 14ης Μαΐου για τη διεξαγωγή των εκλογών. Τη 14η Μαΐου του 1950, ο Αντνάν Μεντερές, πηγή έμπνευσης για τον Ερντογάν, κατατρόπωσε τους Κεμαλικούς και έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της Τουρκίας που ανέλαβε την εξουσία ύστερα από πολυκομματικές εκλογές.
Ωστόσο οι μεγάλες οικονομικές αναταράξεις με τον εξανεμισμό των καταθέσεων λόγω της ελεύθερης πτώσης της λίρας και την αχαλίνωτη ακρίβεια, καθώς ο πληθωρισμός φτάνει στο 50,51% σε ετήσια βάση, πιέζουν έντονα πλέον όχι μόνο τη μεσαία τάξη, αλλά και τα εργατικά στρώματα, που είχαν βελτιώσει τη θέση τους τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτά ήρθαν να προστεθούν οι καταστροφικοί σεισμοί του Φεβρουαρίου, που έφεραν στο φως την παραβίαση των κανονισμών αντισεισμικής προστασίας για κερδοσκοπικούς λόγους, αποκαλύπτοντας τη διαπλοκή μεταξύ αξιωματούχων του ΑΚΡ και κατασκευαστικών εταιρειών της Ανατολίας. Αν και τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμη, η συμμαχία των έξι αντιπολιτευόμενων κομμάτων έχει καλές πιθανότητες να νικήσει τον κυβερνητικό συνασπισμό του ΑΚΡ με τους εθνικιστές του ΜΗΡ στις βουλευτικές εκλογές. Αλλά και σε ό,τι αφορά τις προεδρικές εκλογές, ο μέσος όρος των εννέα τελευταίων δημοσκοπήσεων δίνει στον υποψήφιο του κεμαλικού CHP Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου προβάδισμα 4,5 μονάδων έναντι του Ταγίπ Ερντογάν (48,3% - 43,8%).
Χωρίς τίποτε από το πολιτικό χάρισμα και τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τον λαό, που αναμφίβολα διαθέτει ο αντίπαλός του, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, με τους χαμηλούς τόνους και τους ευγενικούς τρόπους, προσπαθεί να πείσει τους ομοεθνείς του ότι, αν νικήσει, θα αποκτήσουν (επιτέλους) έναν «κανονικό» πρόεδρο. Η επιστροφή στην κανονικότητα αφορά πρώτα απ’ όλα την οικονομία, όπου προτίθεται να τερματίσει την ανορθόδοξη πολιτική του ΑΚΡ, αυξάνοντας τα επιτόκια για να σταθεροποιήσει το νόμισμα και να προσελκύσει και πάλι τους ξένους επενδυτές. Αφορά επίσης το πολίτευμα, καθώς έχει δεσμευτεί ότι θα αναθεωρήσει το σύνταγμα, ακυρώνοντας τις προεδρικές υπερεξουσίες που θέσπισε ο Ερντογάν και θα κατοχυρώσει την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, της Δικαιοσύνης και του διπλωματικού σώματος. Επιπρόσθετα, ότι θα απελευθερώσει δύο εμβληματικούς κρατουμένους, τον επιχειρηματία Οσμάν Καβαλά και τον ηγέτη του φιλοκουρδικού κόμματος HDP Σελαχατίν Ντεμιρτάς, στέλνοντας μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι η Τουρκία εννοεί να γίνει μια «κανονική» Δημοκρατία. Η επιστροφή στην ορθοδοξία αφορά, τέλος, και την εξωτερική πολιτική, όπου ο Κιλιτσντάρογλου φιλοδοξεί να κλείσει το ρήγμα που άνοιξε ο Ερντογάν με τις ΗΠΑ και να ανοίξει και πάλι τις διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες για την ένταξη της χώρας του στην Ε.Ε.
Δεν είναι λίγοι, όμως, εντός και εκτός Τουρκίας, εκείνοι που αμφιβάλλουν ζωηρά για την «κανονικότητα» που υπόσχεται ο 74χρονος πολιτικός. Στο οικονομικό πεδίο, μια πολιτική απότομης αύξησης των επιτοκίων για τη στήριξη του νομίσματος, χωρίς μέτρα αναδιανομής του πλούτου και των δημοσίων επενδύσεων, θα οδηγήσει σε κλείσιμο επιχειρήσεων και κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας. «Με το να απαρνείται την Αριστερά και να υιοθετεί νεοφιλελεύθερες θέσεις των πολιτικών του συμμάχων, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου μπορεί να αποξενωθεί από την εργατική τάξη και να χάσει τις εκλογές», έγραφε πρόσφατα ανάλυση του αμερικανικού περιοδικού Foreign Policy. Στο πολιτικό πεδίο, τα ανοίγματά του στο HDP προς άγραν κουρδικών ψήφων έχουν φέρει στο χείλος της διάρρηξης τη συμμαχία του με το εθνικιστικό κόμμα iyi της Μεράλ Ακσενέρ. Τέλος, στην εξωτερική πολιτική, οι διαφοροποιήσεις έναντι του Ερντογάν (ιδιαίτερα στα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδας) είναι περισσότερο στο ύφος και λιγότερο στην ουσία, ενώ τα ευρωπαϊκά του διαπιστευτήρια δεν έχουν μεγάλες πιθανότητες να βρουν αποδέκτες, μιας και σημαντικές χώρες της Ε.Ε. όπως η Γαλλία και η Αυστρία δεν διανοούνται καν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας, όποιος και αν είναι ο ηγέτης της.
Σκληρός παίκτης
Αλλωστε, ο Ταγίπ Ερντογάν, παρά το βάρος που προσέθεσαν στους ώμους του τα 20 τελευταία χρόνια, παραμένει ένας δεινός αντίπαλος στα προεκλογικά μπαλκόνια, με μεγάλες αντοχές για την τελική ευθεία της αναμέτρησης. Δημοσκοπικές εταιρείες και ξένοι αναλυτές είχαν πέσει πολύ έξω στις προηγούμενες εκλογές του 2018, όταν προέβλεπαν ντέρμπι στον δεύτερο γύρο με τον κεμαλικό υποψήφιο Μουχαρέμ Ιντζέ. Τελικά, ο Ερντογάν καθάρισε τη μάχη από τον πρώτο γύρο με διαφορά 10 μονάδων. Επιπλέον, έχοντας οικοδομήσει ένα ολόκληρο αυταρχικό καθεστώς και με δεδομένη την έντονη πόλωση της τουρκικής κοινωνίας, ο Τούρκος πρόεδρος γνωρίζει ότι σε περίπτωση ήττας είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσει το φάσμα των διώξεων και της φυλακής, αν δεν προλάβει να φύγει για το Κατάρ. Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, για να νικήσει ή να «νικήσει». Δεν λησμονεί, εξάλλου, ότι ο ήρωάς του Αντνάν Μεντερές, δέκα χρόνια μετά την ιστορική νίκη του επί των Κεμαλικών, απαγχονίστηκε, μαζί με κορυφαίους υπουργούς του, στη νήσο Ιμραλί.
(Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)