Στην Ελλάδα, την 10η Μαΐου 2023, πραγματοποιείται debate. Οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, στην κρατική τηλεόραση, θα συναντηθούν σε μια συνθήκη αυστηρά σκηνοθετημένου περιβάλλοντος, με σκοπό μια παράσταση «διαλόγου».
Έχει τακτοποιηθεί και η τελευταία λεπτομέρεια, ώστε να αισθάνονται οι ενδιαφερόμενοι ασφαλείς μπροστά στους κινδύνους που συνοδεύουν μια ανοιχτή και ελεύθερη δημόσια συζήτηση.
Στη χώρα που επινοήθηκε ο διάλογος, ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής λειτουργίας, ως αδιαχώρητη συνιστώσα της, αυτός έχει υποχωρήσει και τη θέση του έχει κερδίσει η καταγγελία, η άγονη σύγκρουση, η παντελής αδυναμία συνεννόησης, η μη αποδοχή του άλλου ως υποχρεωτικού εταίρου στην σε εξέλιξη πάντα σύγκρουση.
Ήδη η προεκλογική περίοδος πλησιάζει στο τέλος της και όλα τα σημαντικά έμειναν στο περιθώριο. Προτιμήθηκε το προσωρινά εντυπωσιακό και το ευκαιριακά συμφέρον. Δεν προστέθηκε κάτι που δεν γνωρίζαμε, δεν ετέθη προς συζήτηση κάτι έξω από τα συμβατικά αναμενόμενα.
Το debate δεν θα αλλάξει αυτήν την «κανονικότητα». Θα την ενισχύσει. Έρχεται να προστεθεί στον κουραστικό χρόνο της προεκλογικής επανάληψης, χωρίς να μπορεί κάτι να κομίσει. Ούτε μια ευκαιρία δημαγωγίας δεν μπορεί να είναι.
Εθισμένος στο θέαμα ο σύγχρονος Έλληνας δεν έχει και πολλές απαιτήσεις περιεχομένου από την τηλεοπτική βραδιά. Θα περιορισθεί στην εικόνα και συνεπείς οι ενδιαφερόμενοι απέναντι σε αυτή την προσδοκία θα αρκεστούν στην προστασία της εικόνας (τους).
Η μηχανική διαδοχή του λόγου μαζί με την οργανωμένη απουσία δυνατότητας αντίκρουσης κάνει το debateιδανική συνθήκη, αντίστοιχη με την εποχή. Της αρκεί το συμβατικό. Είναι οι περισσότεροι συμβιβασμένοι με τον ακίνδυνο μέσο όρο.
Καθώς έτσι έχουν τα πράγματα, οφείλουμε να προτιμάμε τη λέξη debate για το σκηνικό, διασώζοντας την έννοια του διαλόγου για το μέλλον, αφού είναι βέβαιο ότι θα μας χρειαστεί.
(Ο Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας)