Τις τελευταίες μέρες η ΝΔ έχει σηκώσει πολύ κουρνιαχτό για να ανακόψει την δυναμική του ΠΑΣΟΚ και προσπαθεί να αποδείξει ότι ετοιμάζει μια φοροεπιδρομή που θα πλήξει την μεσαία τάξη – όπως θεωρεί ότι έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η κριτική αυτή είναι κακόβουλη, πρόχειρη και ξένη με την πραγματικότητα – και εξηγώ αμέσως γιατί:
Κάθε κόμμα εστιάζει σε κάποια φορολογική πολιτική που πιστεύει ή θεωρεί κατάλληλη και την εφαρμόζει για να ικανοποιήσει τους στόχους που έχει υιοθετήσει. Η φορολογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαιρετικά επιβαρυντική για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η ΝΔ έχει εστιάσει στην μείωση της φορολογίας των υψηλών κυρίως εισοδημάτων και κερδών, την απαλλαγή της φορολογίας στις μεταβιβάσεις μεγάλης περιουσίας στα τέκνα των πολύ πλουσίων και πρακτικά στην εξάλειψη της φορολογίας μερισμάτων ανεξαρτήτως ύψους.
Δεν νοιάστηκε όμως καθόλου για την ντε φάκτο υπερφορολόγηση των φτωχών νοικοκυριών μέσω του ΦΠΑ που επιβάλλεται πλέον στις διογκωμένες τιμές των καυσίμων και των βασικών αγαθών λόγω της ακρίβειας. Έτσι, το 2022 τα έσοδα ΦΠΑ εκτοξεύτηκαν κατά 3 δισεκ. ευρώ παραπάνω από τα προσδοκώμενα. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να τα ελαττώσει, μειώνοντας τους συντελεστές. Τα κράτησε όμως για να φτιάξει διάφορα επιδόματα ως δέλεαρ στους ψηφοφόρους, με άμεση εκλογική στόχευση.
Στο ΠΑΣΟΚ ακολουθούμε μια προσέγγιση διαφορετική και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από την ΝΔ. Με το πρόγραμμα μας εστιάζουμε μόνο στα πολύ πλούσια στρώματα και προτείνουμε μια ήπια φορολογική μεταβολή τόσο για να χρηματοδοτήσουμε κοινωνικές πολιτικές όσο και για να σηματοδοτήσουμε μια προσπάθεια μείωσης των ανισοτήτων. Τα τρία φορολογικά μέτρα που προτείνουμε στο ΠΑΣΟΚ είναι τα εξής:
(α) Κλιμακωτή φορολογία μερισμάτων: Το σημερινό επίπεδο του 5% είναι απελπιστικά χαμηλό και κρύβει μια στοχευμένη πολιτική υπέρ των μεγάλων μερισματούχων. Η δική μας πρόταση είναι μια κλιμακωτή φορολόγηση με 5%, 10% και 15%, τα οποία είναι εύλογα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Έχουμε τον χαμηλότερο συντελεστή φορολογίας μερισμάτων μετά τη Βουλγαρία, τη Λετονία και την Εσθονία. Σε όλες τις άλλες χώρες είναι πολύ υψηλότερα. Τον Ιανουάριο 2023 είχε έρθει ο ΟΟΣΑ και συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση να αυξήσει τη φορολογία μερισμάτων ώστε να αυξηθούν τα έσοδα και να της μείνει δημοσιονομικός χώρος για να ελαφρύνει τη φορολογία της μεσαίας τάξης.
Υπάρχει το επιχείρημα πως αν αυξηθεί ο συντελεστής φορολόγησης μερισμάτων, οι εταιρείες δήθεν θα μεταφέρουν τις έδρες τους σε άλλες χώρες. Δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Η Ιρλανδία – την οποία τόσο πολύ λατρεύουν και αγαπούν οι νεοφιλελεύθεροι έχει συντελεστή φορολογίας μερισμάτων 51%. Γιατί το κάνει αυτό; Μα για να μην παίρνουν πολλά μερίσματα και να μένουν τα κέρδη μέσα στην επιχείρηση, να επενδύονται και να προάγουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη. Έτσι, το μέτρο αυτό το οποίο προτείνουμε, είναι όχι μόνο ένα πιο δίκαιο φορολογικό μέτρο αλλά συντελεί επίσης στη μεγαλύτερη συσσώρευση επενδύσεων γιατί ρήμαξαν και αυτές την περίοδο των μνημονίων.
(β) Γονικές παροχές: Προτείνουμε χαμηλότερα όρια αφορολόγητης μεταβίβασης γιατί είναι αδιανόητο περιουσίες ακόμη και 4,8 εκατ. ευρώ να κληρονομούνται χωρίς να καταβάλλεται ούτε ένα ευρώ φόρος. Αυτό το ποσό προκύπτει όταν το όριο των 800.000 ευρώ πολλαπλασιάζεται επί έξι (2 γονείς, 2 παππούδες κι άλλοι 2 παππούδες που επίσης μπορούν να κάνουν μεταβίβαση). Άρα, 6 άτομα μπορούν να μεταβιβάσουν σε έναν τυχερό βλαστό μιας υπερπλούσιας οικογένειας 4,8 εκατ. ευρώ. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι η μεγάλη ανισότητα πλούτου αναπαράγεται και μεταβιβάζεται στην επόμενη γενιά αφορολόγητη.
(γ) Φορολογία στα ουρανοκατέβατα υπερκέρδη: Αυτό το οποίο λέμε, δεν είναι η φορολογία γενικά των μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι η έκτακτη φορολογία των ουρανοκατέβατων κερδών τα οποία έκαναν οι ενεργειακές επιχειρήσεις λόγω της κρίσης και την οποία υποσχέθηκε ότι θα κάνει και η κυβέρνηση και μάλιστα με φορολογικό συντελεστή 90%. Όμως απ’ ότι διαβάζω (KReport, 30/5/2023), ξέχασε να συμπληρώσει το έγγραφο αυτό ο απελθών υπουργός Ενέργειας, με αποτέλεσμα το μέτρο να είναι στον αέρα. Θα έφερνε έσοδα και θα ήταν μια κίνηση μεγαλύτερης δικαιοσύνης και εξισορρόπησης μπροστά στη μεγάλη επιβάρυνση, την οποία δέχονται τα νοικοκυριά.
Τέλος, φρόνιμο θα ήταν να ακούσουμε τον κώδωνα κινδύνου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Για τα επόμενα χρόνια μας προειδοποιούν και η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και άλλοι οργανισμοί ότι θα έχουμε χαμηλότερη ανάπτυξη απ’ ότι νομίζουμε, ενδεχομένως κάτω από 2% ετησίως. Δεύτερον, θα υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί που θα εμποδίζουν την άκριτη επέκταση των δαπανών του προϋπολογισμού. Και, τρίτον, η καλή μας η κυβέρνηση δέχτηκε – δεν ξέρω πώς και γιατί το έκανε – να παράγει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θέλουν φυσικά μια σφιχτή πολιτική. Υπό την επίδραση και των τριών αυτών παραγόντων, κατά πάσα πιθανότητα η γαλαντόμα πολιτική που άσκησε με τα επιδόματα τα τελευταία τρία χρόνια, δεν θα μπορεί να συνεχιστεί, με συνέπεια οι ανισότητες να μην αμβλύνονται ούτε μόνιμα αλλά ούτε και ευκαιριακά, όπως πρόχειρα έκανε μέχρι τώρα. Χρειάζονται λοιπόν μονιμότερες δράσεις για τους πολλούς και όχι πλέον για τους λίγους.
(O Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)