Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκαν στις Βρυξέλλες τρεις Έλληνες πολιτικοί αρχηγοί: ο αρχηγός της ΝΔ και πρωθυπουργός για να συμμετάσχει στην Σύνοδο Κορυφής, όπως επίσης ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ για λάβουν μέρος στην Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ντυμένοι όλοι με το καλό τους κοστούμι, έκαναν τρεις ουσιαστικές παρεμβάσεις που αφορούσαν μεν την Ελλάδα αλλά είχαν και ευρύτερη σημασία για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η ανάπτυξη της οικονομίας, οι πολιτικές συνοχής και η ασφάλεια.
Για την ακριβή απόδοση, αντιγράφω τις αναφορές από το K-Report, (10/2/2023):
Ο Κυρ. Μητσοτάκης ζήτησε να υπάρξουν πρόσθετοι χρηματοδοτικοί πόροι για την ανάπτυξη και την συνοχή, ενώ έθεσε το θέμα της πιο αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Ο Αλ. Τσίπρας πρότεινε την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους για χρηματοδότηση της ανάπτυξης, ενώ για την δημοσιονομική πολιτική κάθε χώρας ζήτησε την εφαρμογή του «χρυσού κανόνα» για να μην υπολογίζονται οι δαπάνες επενδύσεων στο λογιστικό έλλειμμα. Παράλληλα τόνισε την σημασία των αυτόματων σταθεροποιητών σε περιόδους κρίσεις, έτσι ώστε το μοντέλο δημοσιονομικής χαλάρωσης που εφαρμόστηκε με την πανδημία να αποκτήσει μονιμότερα θεσμικά χαρακτηριστικά.
Ο Ν. Ανδρουλάκης πρότεινε την δημιουργία ενός μόνιμου Κρατικού Ευρωπαϊκού Ταμείου, το οποίο θα απαντά στο γιγαντιαίο πρόγραμμα ενίσχυσης της βιομηχανίας στις ΗΠΑ και θα στηρίζει την παραγωγική βάση και την απασχόληση στις φτωχότερες χώρες της Ένωσης.
Διάβαζα τι είπαν και δεν πίστευα στα μάτια μου!
Πρώτον, διότι και οι τρεις διατύπωσαν προτάσεις με την ίδια ουσιαστική στόχευση, δηλαδή να οργανωθούν μόνιμοι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί αναπτυξιακής και δημοσιονομικής παρέμβασης που θα ήταν ικανοί να φέρουν σε πέρας όχι μόνο τις τρέχουσες ανάγκες υπέρβασης της ύφεσης και της ενεργειακής κρίσης αλλά να μετασχηματίσουν ριζικά τις παραγωγικές δυνατότητες της ΕΕ και κάθε χώρας ειδικότερα. Καθόλου τυχαία, και οι τρεις ακούστηκαν θετικά (και σε κάποιο βαθμό εισακούστηκαν) από τους κατά περίπτωση παρευρισκόμενους.
Δεύτερον, διότι κάθε ένας επικεφαλής έθεσε ζητήματα τα οποία δεν θα έλεγε κάποιος που τους άκουγε ότι αποτελούν και τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής τους όπως αυτή εκφράζεται στο εσωτερικό μέτωπο. Για παράδειγμα, είναι ευχάριστη έκπληξη που ο επικεφαλής της ΝΔ θέτει ζητήματα καλύτερης και πιο αποτελεσματικής διαχείρισης των ευρωπαϊκών προγραμμάτων όταν είναι ευρέως γνωστές οι απίθανες καθυστερήσεις που επί των ημερών της είχαν σημειωθεί στην υλοποίηση του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, των ΕΣΠΑ, αλλά και ο πελατειακός τρόπος διαχείρισης πολλών προγραμμάτων, ακόμα και σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών (πχ στις πυρκαγιές της Ηλείας).
Είναι επίσης πολύ ρηξικέλευθη η θέση του επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ υπέρ μιας συγκροτημένης πολιτικής βιομηχανικής παραγωγής, παίρνοντας έτσι εμφανείς αποστάσεις από την εγκατάλειψη της βιομηχανίας στην δεκαετία του 1980 που είχε οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις είτε σε κλείσιμο είτε στον φαύλο κύκλο των προβληματικών με την υπέρμετρη επιβάρυνση των δημοσίων ελλειμμάτων. Ακόμα πιο ριζοσπαστική ήταν όμως η διατύπωση σύγχρονων δημοσιονομικών και επενδυτικών κανόνων από τον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, διαψεύδοντας έτσι την διάχυτη αντίληψη ότι οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς αδιαφορούν για τα δημόσια οικονομικά και τα θεωρούν περίπλοκες καπιταλιστικές επινοήσεις για να παγιδεύουν το λαϊκό κίνημα.
Αν τώρα κάνουμε ένα διανοητικό πείραμα, βάζοντας μαζί και τις τρεις εισηγήσεις, θα πάρουμε μια ολοκληρωμένη, υπεύθυνη και ρεαλιστική πρόταση για το πώς θα έπρεπε να κινηθεί τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η ελληνική οικονομία τα επόμενα πολλά χρόνια. Η κοινή τους πρόταση θα αντιμετώπιζε τα πιο ακανθώδη ζητήματα της ΕΕ, τα οποία σήμερα εκδηλώνονται ορμητικά και οδυνηρά στο πεδίο της ανάπτυξης, της ενεργειακής μετάβασης και της απασχόλησης. Η αντιμετώπιση τους θα γινόταν με ένα τριπλό συνδυασμό που θα περιλάμβανε ένα μακροχρόνιο ευρωπαϊκό μηχανισμό αμοιβαιοποίησης χρέους (Ανδρουλάκης), αξιόπιστους κανόνες χρηματοδότησης δημοσίων επενδύσεων και δημοσιονομικής σταθερότητας (Τσίπρας), και επίσης ευέλικτους, διαφανείς και αποτελεσματικούς μηχανισμούς υλοποίησης των έργων (Μητσοτάκης).
Ακόμα πιο ωφέλιμο για την χώρα θα ήταν αν τα ζητήματα αυτά καθιερωνόταν πάραυτα στην εσωτερική πολιτική σκηνή και κυριαρχούσαν στην επερχόμενη προεκλογική ατζέντα. Αντί για την αφόρητη τοξικότητα με την οποία πολλοί σχεδιάζουν να «εμποτίσουν» την εκλογική αναμέτρηση, τα τρία κόμματα θα μπορούσαν να ανταγωνίζονται για το ποιο μπορεί πιο αξιόπιστα να υπηρετήσει το όραμα ανάπτυξης που οι αρχηγοί τους μόλις εκφώνησαν στις Βρυξέλλες με χωριστές μεν ομιλίες αλλά περιγράφοντας παρόμοιους στόχους και επιδιώξεις.
Εκτός αν βέβαια, γυρνώντας στην πατρίδα, βγάλουν το κοστούμι των Βρυξελλών, ντυθούν με την φόρμα της καθημερινής πολιτικής βιοπάλης και επιδοθούν σε παράλληλες ασκήσεις για το ποιος θα δελεάσει ευκαιριακούς ψηφοφόρους. Θα είναι μάλιστα μεγάλη ιστορική ειρωνεία γιατί κατά βάθος οι περιστασιακοί πελάτες των μηχανισμών αντιμάχονται κάθε είδους κανόνες και αποστρέφονται μετά βδελυγμίας όσα ορθολογικά οι επικεφαλής των κομμάτων διακήρυξαν στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Αν λοιπόν σπαταλήσουν την προεκλογική τους ενέργεια προς άγραν τυχάρπαστων ψήφων θα είναι σαν να κάνουν υπόκλιση στο παρελθόν, ενώ έχουν την σπάνια ευκαιρία για μια ανάταση στο μέλλον. Εκεί θα φανεί και η αξιοπιστία ενός εκάστου!
(Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)