Η πιο απολαυστική στιγμή της χθεσινής συνέντευξης του πρωθυπουργού για την Οικονομία ήταν όταν εκθείαζε το πόσο σοφή και ωφέλιμη υπήρξε η βροχή εισοδηματικών παροχών προς τα νοικοκυριά για να αντισταθμίσουν τις αυξήσεις στην ενέργεια και τα βασικά αγαθά, λοιδορώντας ταυτόχρονα όσους τις κατακεραύνωναν ότι ευνοούν την εξαπάτηση από φοροφυγάδες, απαλλάσσουν τους εμπόρους από την έννοια να κρατήσουν χαμηλά τις τιμές, δεν συντελούν στην αναζήτηση μονιμότερης βελτίωσης του εισοδήματος και δεν παρέχουν κίνητρα εξοικονόμησης της ζήτησης όταν υπάρχει στενότητα. Όσα δηλαδή καταμαρτυρούσε με πάθος στην προηγούμενη κυβέρνηση, απλώς κι μόνο για να τα υιοθετήσει τώρα η ίδια στο πολλαπλάσιο με στόχο να αποκτήσει και αυτή την ευκαιριακή προεκλογική στήριξη που χρειάζεται!
Βεβαίως, στην οικονομική πολιτική υπάρχουν συγκυρίες μιας δυσμενούς εξέλιξης που πλήττει απότομα και ασύμμετρα ορισμένες κατηγορίες και χρειάζεται άμεση ενίσχυση τους για να ανταπεξέλθουν στην δοκιμασία. Για παράδειγμα, οι ενισχύσεις που δόθηκαν στην πρώτη φάση της πανδημίας προς εργαζόμενους που δεν μπορούσαν να δουλέψουν και επιχειρήσεις που απαγορευόταν να ανοίξουν ήταν ένα απόλυτα δικαιολογημένο μέτρο, αν και έπρεπε να εφαρμοστεί με κριτήριο τις πραγματικές διαστάσεις και ανάγκες κάθε μονάδας, και όχι να δώσει ευκαιρία διαρπαγής δημόσιου χρήματος από χρεοκοπημένες ή κατά φαντασία υπαρκτές επιχειρήσεις. (Τις οποίες μάλιστα ουδέποτε μάθαμε ποιες ήταν!)
Αν όμως η πανδημία ήταν κεραυνός εν αιθρία και κάπως δικαιολογούσε την βιασύνη, ο πληθωρισμός που ακολούθησε δεν έπρεπε να είναι το ίδιο και η κυβέρνηση όφειλε να είναι πιο υποψιασμένη και με κάποιο σχέδιο για την αντιμετώπιση της. Άλλωστε κατά ένα μέρος την είχε επωάσει και η ίδια με την υπερβολική δοσολογία των παροχών, ενώ οι επιπτώσεις από το φρακάρισμα στον διεθνή εφοδιασμό πρώτων υλών είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές σε όλες τις οικονομίες.
Όμως η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε απροετοίμαστη να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει το πρώτο και κρίσιμο κύμα πληθωρισμού το φθινόπωρο του 2021 – δηλαδή πριν την εισβολή στην Ουκρανία. Χρειαζόταν τότε πολιτικές που θα περιλάμβαναν ένα πλέγμα ελέγχων στην τιμολόγηση αγαθών, μείωση έμμεσων φόρων και έκτακτη φορολόγηση της σκανδαλώδους κερδοφορίας των μεγάλων εταιρειών. Δυστυχώς παρόμοια αβελτηρία επέδειξε συλλογικά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και ορισμένες χώρες (όπως η Ισπανία και Πορτογαλία) κινήθηκαν πιο προνοητικά, μείωσαν τους έμμεσους φόρους, συσσώρευσαν εφεδρείες και απέφυγαν έτσι το μεγάλο πληθωριστικό κάζο που υπέστησαν άλλες. Εννοείται ότι με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το ενεργειακό χάος που ακολούθησε, τα πράγματα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο αλλά ακόμα και τότε θα είχαν μετριαστεί αν υπήρχε ετοιμότητα και παρέμβαση για το προηγούμενο κύμα.
Η αδυναμία χάραξης και υλοποίησης μιας συστηματικής στρατηγικής για την διασφάλιση αποθεμάτων, την παρέμβαση στην διαμόρφωση των υψηλών ενεργειακών τιμών και τελικά στην αντιμετώπιση της ακρίβειας του νοικοκυριού, κατέδειξε τις μεγάλες αδυναμίες της κυβερνητικής πολιτικής για τις οποίες καμία αναφορά δεν κρίθηκε άξια λόγου στην συνέντευξη. Ούτε καν τις ολέθριες συνέπειες της υπερτιμολόγησης που προκαλούσε η ακατανόητη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας πήρε εγκαίρως είδηση η κυβέρνηση ώστε τουλάχιστον να εξουδετερώσει ένα αχρείαστο (και πολυδάπανο) πολλαπλασιαστή της ακρίβειας στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Φτάσαμε έτσι ως μόνη επιλογή ανάσχεσης της κοινωνικής αγανάκτησης να είναι οι αθρόες παροχές επιδομάτων που κάθε τόσο ανακοινώνονται και πλέον δίδονται χωρίς ουσιαστικούς ελέγχους προς πάσα κατεύθυνση. Προσφέρουν μεν πρόσκαιρη ανακούφιση επί δικαίων και αδίκων, ταυτόχρονα όμως επιφέρουν μονιμότερες συνέπειες στην οικονομία. Πρώτα από όλα εξαντλούν τον δημοσιονομικό χώρο για ενδεχόμενες ανάγκες που θα προκύψουν αργότερα και, επίσης, αφήνουν την ελληνική οικονομία χωρίς διαρθρωτικές βελτιώσεις που θα περιορίζουν τις μελλοντικές διαταραχές στην παραγωγή και την ενεργειακή τροφοδοσία. Χωρίς όμως άνοδο της παραγωγικότητας, οι παροχές στρέφονται σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση, και για αυτό το εξωτερικό έλλειμμα άρχισε πάλι να φουσκώνει επικίνδυνα. Μαζί με το διογκούμενο δημόσιο χρέος, οι εξελίξεις θυμίζουν όλο και περισσότερο τα δράματα που είχαμε λίγο πριν την κρίση του 2009.
Το δεύτερο μέρος της πρωθυπουργικής συνέντευξης επικεντρώθηκε στην πορεία μισθών, παραγωγικότητας και φορολογίας. Φυσικά είναι πολύ νωρίς για να βγάλει κανείς οριστικά συμπεράσματα σε αυτόν τον τομέα και η σχετική συζήτηση αναμένεται να φουντώσει λίγο πριν τις εκλογές και να κυριαρχήσει μετεκλογικά. Μέχρι στιγμής πάντως ένα πράγμα είναι φανερό: ότι οι αυξήσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα δεν θα επαρκούν να αντισταθμίσουν το κύμα της ακρίβειας που ήδη έχει διαπεράσει την αγορά. (Μάλλον το ίδιο θα γίνει και με το Μισθολόγιο στο Δημόσιο που εξαγγέλθηκε για το 2024, αλλά μέχρι τώρα δεν υπάρχει κάποια εκτίμηση πώς θα κινηθεί).
Αν η κυβέρνηση επιλέξει να διορθώσει διαχρονικά το χάσμα της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, ακολουθώντας για παράδειγμα κάποια παραλλαγή τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, μπορεί να δούμε να επικρατεί ένα σπιράλ μισθών-τιμών για πολλά χρόνια όπως είχε συμβεί και στην πληθωριστική δεκαετία του 1980. Αν πάλι το αφήσει στην μοίρα του, το χάσμα δεν θα κλείσει από μόνο του και θα πλήξει περισσότερο αυτούς που έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη. Μια πιο πρόσφορη αντιμετώπιση θα ήταν οι αυξήσεις των μισθών να είναι πιο γενναιόδωρες για τους χαμηλόμισθους και να βαίνουν αποκλιμακούμενες για τους υψηλόμισθους. Έτσι θα μειωνόταν κάπως και οι ανισότητες ανάμεσα στα χαμηλά και τα υψηλότερα εισοδήματα που σήμερα βλέπουμε να εκτοξεύονται με απροσδιόριστες κοινωνικές συνέπειες.
Βέβαια, η έξαρση των οικονομικών ανισοτήτων είναι ένας τομέας όπου η κυβέρνηση διόλου δεν αιφνιδιάστηκε αφού η ίδια είχε σπεύσει να τις διευρύνει με την δραστική μείωση της φορολογίας στα μερίσματα των μετόχων και τις γονικές παροχές των πλουσίων. Για να είμαστε ειλικρινείς, οι ανισότητες θα μειωθούν μόνο αν περιλάβουν όχι μόνο τις εισοδηματικές αλλά και τις ανισότητες περιουσίας και διαβίωσης, όπως για παράδειγμα την διευκόλυνση απόκτησης πρώτης κατοικίας, την αναβάθμιση ποιότητας και πρόσβασης σε βασικά δημόσια αγαθά (όπως η εκπαίδευση, η περίθαλψη, η ασφάλεια του δημόσιου χώρου, κλπ). Και τι ακριβώς έκανε η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης για να τα προωθήσει αυτά τα προηγούμενα χρόνια; Στην συνέντευξη πάντως δεν ακούστηκε λέξη!
(Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-report)