Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι οξύτερο από την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς η χώρα μας είναι αρνητική πρωταθλήτρια τόσο στην αύξηση των τιμών στον τομέα των τροφίμων, όσο και στην ενέργεια.
Μάλιστα, ειδικά στην ηλεκτρική ενέργεια η Ελλάδα διαμορφώνει την υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή στην ΕΕ που συγκεκριμένα, χθες, ήταν στα 147 ευρώ η MWh, ενώ στη Νορβηγία που είχε την χαμηλότερη τιμή ήταν 41 ευρώ η MWh.
Και ο πληθωρισμός στα τρόφιμα στην χώρα μας εξακολουθεί να κατατρώει τα εισοδήματα των καταναλωτών καθώς επί πολλούς μήνες κινείται σε διψήφια νούμερα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξακολουθεί να θεωρεί ως λύση στο πρόβλημα που έχει ανακύψει σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά από την ακρίβεια σε τρόφιμα και στην ενέργεια την συνέχιση των επιδοτήσεων, που επί της ουσίας, όμως, δεν επιφέρουν καμία ουσιαστική επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του πληθωρισμού, ενώ ταυτόχρονα προκαλούν δημοσιονομικά προβλήματα που είναι βέβαιο ότι στη συνέχεια θα διογκωθούν και θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην ελληνική οικονομία.
Αλλά ούτε και οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και κυρίως της FED και της ΕΚΤ που έχουν προβεί σε ένα μπαράζ αύξησης των επιτοκίων δεν έχουν επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ο πληθωρισμός συνεχίζει την ανοδική του πορεία, ενώ ταυτόχρονα επιχειρήσεις και νοικοκυριά είναι σχεδόν αδύνατον να χρηματοδοτηθούν και να δανειοδοτηθούν, λόγω των υψηλών επιτοκίων που εκτινάσσουν τα κόστη αποπληρωμής τους.
Και το πλέον ανησυχητικό είναι ότι η συνεχιζόμενη ακρίβεια και τα υψηλά επιτόκια τουλάχιστον στην Ελλάδα όχι μόνο έχουν ως συνέπεια το πάγωμα της πιστωτικής επέκτασης για τις επιχειρήσεις αλλά έχουν γίνει αιτία για σημαντική μείωση των καταθέσεων τους τον περασμένο μήνα Ιούλιο.
Και για τα νοικοκυριά η κατάσταση δεν είναι ιδιαίτερα καλύτερη, καθώς οι καταθέσεις τους σημείωσαν σημαντική πτώση.
Πράγμα που προφανώς καταδεικνύει την ανεπάρκεια των κυβερνητικών μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, όπως οι επιδοτήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα και το πολυδιαφημισμένο market pass.
Είναι εμφανές ότι οι επιδοματικές πολιτικές των κυβερνήσεων και οι νομισματικές των κεντρικών τραπεζών δεν έχουν λύσει το πρόβλημα και έτσι εξακολουθούμε να έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα υψηλών επιτοκίων και υψηλού πληθωρισμού.
Κυβερνήσεις και κεντρικοί τραπεζίτες καλούνται να επανεξετάσουν τις πολιτικές τους και να εστιάσουν στις πραγματικές αιτίες της διατήρησης του πληθωρισμού σε τόσο υψηλά επίπεδα.
Και αυτά δεν είναι άλλα από την κλιματική αλλαγή που έχει επηρεάσει δραματικά την παραγωγή, σίγουρα ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά και οι επιχειρηματικές πρακτικές απληστίας, που πυροδοτήσουν αναίτια ένα σαρωτικό κύμα αυξήσεων τιμών.
Κατά συνέπεια την μεγάλη ευθύνη για την επίλυση του προβλήματος την έχουν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί, που πρέπει να σταματήσουν να κρύβονται πίσω από τους κεντρικούς τραπεζίτες που προσπαθούν με νομισματικά μέτρα, όπως η αύξηση των επιτοκίων να παρέμβουν ανεπιτυχώς για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Στη σημερινή συγκυρία ο πληθωρισμός δεν οφείλεται ούτε στην αύξηση της ζήτησης, ούτε στην αύξηση της προσφοράς χρήματος, για να τιθασευτεί με αύξηση των επιτοκίων. Προφανώς απαιτούνται γενναίες πολιτικές παρεμβάσεις και αποφάσεις.