Οτι η Ευρωπαϊκή Ενωση φλερτάρει με την ύφεση, δεν ήταν άγνωστο. Το νέο που πρόσθεσε προχθές ο Μάριο Ντράγκι είναι η βεβαιότητά του ότι η ύφεση θα έρθει στα τέλη του έτους. Η Κρ. Λαγκάρντ και η διοίκηση της ΕΚΤ κάνουν ό,τι μπορούν προς τούτο, ασκώντας μια αυστηρή νομισματική πολιτική, που ίσως θα είχε νόημα αν ο πληθωρισμός οφειλόταν σε υπερβάλλουσα ζήτηση. Τα υψηλά επιτόκια μεγαλώνουν τη δανειακή επιβάρυνση νοικοκυριών κι επιχειρήσεων και αποθαρρύνουν την ενίσχυση της προσφοράς μέσω νέων επενδύσεων. Αντί για καλό, φέρνουν ύφεση.
Αν στο έδαφος αυτής της νομισματικής πολιτικής και της δογματικής εμμονής σε έναν αυθαίρετο στόχο, τη συγκράτηση του πληθωρισμού στο 2% (πάμπολλα προβλήματα θα εξαφανίζονταν αν το 2% γινόταν 3%, είπε ο Ευ. Μυτιληναίος στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών...) δυσχεραίνεται η οικονομική συγκυρία, στο υπέδαφος λειτουργούν διαρθρωτικοί παράγοντες που ευθύνονται για τη σταθερή υστέρηση της Ευρώπης συγκριτικά με τις οικονομίες των ΗΠΑ, της Κίνας κ.ά. Η Ευρώπη χάνει σε ανταγωνιστικότητα επί μια 20ετία, αλλά το παράβλεπε απολαμβάνοντας μια ευημερία που οφειλόταν στη δημοσιονομική επέκταση της Κίνας, τη φθηνή ενέργεια της Ρωσίας και την αμυντική ασπίδα των ΗΠΑ. Αυτά παρήλθαν. Τώρα ένα διπλό χάσμα κάνει έντονα την παρουσία του.
Το ένα σκέλος είναι εξωτερικό, χάσμα της Ευρώπης με τις άλλες μεγάλες οικονομίες του κόσμου, πρώτα πρώτα την αμερικανική. Η Ευρώπη των 450 εκατ. κατοίκων έχει μια οικονομία που σήμερα αντιστοιχεί στο 65% αυτής των ΗΠΑ των 330 εκατ. κατοίκων, ενώ αντιστοιχούσε στο 91% πριν από μια 10ετία. Το πιο σημαντικό: Οι ΗΠΑ, βλέποντας να μειώνεται σταθερά μετά το 2011 η παραγωγικότητα και να χάνει ανταγωνιστικότητα η βιομηχανία τους, άρχισαν να υλοποιούν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κινήτρων, ύψους 369 δισ. δολ., για να προσελκύσουν επενδύσεις από όλο τον κόσμο (και απ’ την Ευρώπη) για την πράσινη αναγέννηση της βιομηχανικής βάσης τους. Η Γηραιά Ηπειρός μας έχασε την πρώτη επανάσταση, του Ιντερνετ – δεν υπάρχουν ευρωπαϊκές Alibaba, Amazon ή Google. Κινδυνεύει να χάσει και τη δεύτερη επανάσταση, των κβαντικών κομπιούτερ και της τεχνητής νοημοσύνης. Κινδυνεύει με στρατηγική υποβάθμιση, να χάσει τις μεγάλες, σύγχρονες επενδύσεις, καθώς οι ευρωπαϊκές εταιρείες προκρίνουν να τις κάνουν στην εκείθεν πλευρά του Ατλαντικού. Και όμως, αντί να αντιδράσει, με κοινό δανεισμό και κοινή χρηματοδότηση, περιορίζεται στην ανακύκλωση των αδιάθετων δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης – διά πάσαν νόσον...
Ετσι διευρύνεται το δεύτερο, το εσωτερικό χάσμα. Η απουσία κοινού δανεισμού και χρηματοδότησης συνοδεύεται με κρατικές ενισχύσεις που προσφέρουν μεμονωμένα τα οικονομικά ισχυρότερα ευρωπαϊκά κράτη στις εθνικές επιχειρήσεις τους που μένουν στην Ευρώπη, κάτι που αδυνατούν να κάνουν τα ασθενέστερα κράτη. Η εξέλιξη του ύψους των κρατικών ενισχύσεων είναι εντυπωσιακή: Το 2015 ήταν 102,8 δισ. ευρώ. Το 2021 ανέβηκαν στα 334,54 δισ. ευρώ. Και από τις αρχές του 2022 μέχρι τον Αύγουστο, φέτος, έφτασαν τα 733 δισ. ευρώ. Ενας αθέμιτος ανταγωνισμός είναι σε πλήρη εξέλιξη εις βάρος των επιχειρήσεων του ευρωπαϊκού Νότου, με την ενιαία αγορά να κατακερματίζεται.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Καθημερινή")