Οι μεν έχουν πειστεί ότι στην πλειοψηφία τους οι ελεύθεροι επαγγελματίες φοροδιαφεύγουν και οι δε ότι ακόμη και αν το πράττουν το κάνουν γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα έβαζαν μια ώρα αρχύτερα λουκέτο.
Όποια και από τις δυο απόψεις και αν κοντύτερα στην αλήθεια, το γεγονός είναι ένα. Στην φορολογία μεταξύ εργαζομένων και επιχειρηματιών δεν υπάρχει «ισότητα».
Οι διαφορές είναι τεράστιες από τους βασικούς κανόνες φορολόγησης μέχρι τις λεπτομέρειες. Το βασικότερο όλων είναι ότι οι επιχειρηματίες φορολογούνται με ένα οριζόντιο συντελεστή και συγκεκριμένα με 22% από το πρώτο ευρώ που δηλώνουν ως κέρδος, χωρίς κανένα απολύτως αφορολόγητο. Ωστόσο έχουν την δυνατότητα μέσω της πολυπλοκότητας του συστήματος να δηλώνουν διάφορες δαπάνες τους οι οποίες αφαιρούνται από τη φορολογητέα ύλη τους.
Από την άλλη, οι εργαζόμενοι –και οι συνταξιούχοι- έχουν ένα μικρό αφορολόγητο, αλλά και κλιμακωτούς συντελεστές φορολόγησης που ξεκινούν από το 9% και φτάνουν μέχρι και το 44%, αλλά επί της ουσίας έχουν ελάχιστες δυνατότητες να δηλώνουν δαπάνες που αφαιρούνται από το φορολογητέο εισόδημα τους.
Για ποιους είναι δικαιότερη η φορολόγηση είναι μια μεγάλη κουβέντα που όσο και αν γίνεται δεν οδηγεί πουθενά. Και οι εργαζόμενοι και οι επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες και δηλώνουν και νοιώθουν αδικημένοι.
Σε χθεσινή συνέντευξη του ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, επέμεινε στην απόφαση να «στριμώξει» φορολογικά τους ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνοντας πως «θα ήταν, ωστόσο, άδικο για όλους αυτούς που πληρώνουν τους φόρους τους η Πολιτεία να συνεχίσει να «ευλογεί» τη φοροδιαφυγή για λόγους ακατανόητους. Από όπου και αν προέρχεται αυτή. Η κυβέρνηση λοιπόν θα προχωρήσει μπροστά δείχνοντας σε όλους τους Έλληνες πολίτες ότι κατανοεί, αλλά και αντιμετωπίζει το πρόβλημα με σοβαρότητα. Και θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δούμε αν θα υπάρξει «κίνημα» υπέρ της φοροδιαφυγής στην πατρίδας μας!».
Η γνωστή τακτική του λεγόμενου κοινωνικού αυτοματισμού. Όταν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να δώσουν δίκαιες λύσεις στα προβλήματα μιας μερίδας πολιτών τότε για να αποτινάξουν από πάνω τους τις ευθύνες, κινητοποιούν εναντίον τους μια άλλη μερίδα πολιτών με αντίρροπα συμφέροντα.
Συνήθως, όπως κάνει τώρα και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, κινητοποιούν τα πράγματι συνήθη φορολογικά υποζύγια, τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, εναντίον των επιχειρηματιών, των ελεύθερων επαγγελματιών, ακόμη και των αγροτών, που φροντίζουν να τους στιγματίσουν σαν φοροκλέφτες. Όπως κάνουν και σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα σε απεργίες και κινητοποιήσεις που στιγματίζουν τους εργαζόμενους που διαμαρτύρονται ως ταραξίες και κακοποιά στοιχεία που δεν αφήνουν τους επιχειρηματίες να ανοίξουν τα μαγαζιά τους και να δουλέψουν.
Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, οι κυβερνήσεις που κατά καιρούς χρησιμοποίησαν αυτή την τακτική μπορεί πρόσκαιρα να αποκόμισαν οφέλη –κυρίως μείωση των αρνητικών κρίσεων από μέρους των πολιτών σε βάρος τους- αλλά τελικά τα όποια προβλήματα δεν κατάφεραν να τα λύσουν.
Ούτε και τώρα θα το καταφέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η οριζόντια άδικη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, που δεν τους αναγνωρίζει ούτε καν το δικαίωμα να έχουν ζημιές ή μικρά κέρδη και θα τους αναγκάσει να πληρώνουν φόρους για εισοδήματα που δεν απέκτησαν δεν πρόκειται να επιφέρει κανένα αποτέλεσμα ούτε να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή.
Θα μπορούσαν να συζητηθούν και να προωθηθούν άλλες λύσεις για το πράγματι μείζον ζήτημα της φοροδιαφυγής. Για παράδειγμα να υπάρξει και για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιχειρηματίες το ίδιο αφορολόγητο που ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, όπως και επίσης κλιμακωτοί φορολογικοί συντελεστές ανάλογα με τα κέρδη τους. Αυτό όμως δεν το θέλουν τα «μεγάλα ψάρια».
Και εκεί σταματάει για τη κυβέρνηση κάθε συζήτηση.