Διερευνώνται επιλογές για τον σχεδιασμό μιας «πράσινης» φορολογικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα μέσω του έργου «Πράσινοι φόροι (Greening of taxes) – Ανάπτυξη μιας νέας πράσινης φορολογικής μεταρρύθμισης», που χρηματοδοτείται από το Εργαλείο Τεχνικής Υποστήριξης (TSI) της ΕΕ και σε συνεργασία με τον ΙΟΒΕ. Αυτό το έργο στοχεύει να αναπτύξει ένα οικονομικό μοντέλο για την αξιολόγηση και την εφαρμογή μιας πράσινης φορολογικής μεταρρύθμισης, επιδιώκοντας να ενισχύσει τις ικανότητες της δημόσιας διοίκησης για τη δημιουργία και την επίβλεψη πράσινων οικονομικών πολιτικών. Το έργο αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2025.
Αυτό αναφέρει στη σελ. 48 το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028, που παρουσίασε χθες η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ενώ παράλληλα όπως αναφέρεται σχετικά αναπτύχθηκε και η πρωτοβουλία Πράσινος Προϋπολογισμός (Green Budgeting) με στόχο την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δημόσιων πολιτικών στον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό συνεπάγεται ταξινόμηση των κυβερνητικών προγραμμάτων που εκτελούνται από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης με βάση τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2025 και μετά. Περαιτέρω σχέδια περιλαμβάνουν καταχώριση και επισήμανση εσόδων και φορολογικών δαπανών για την περαιτέρω ενσωμάτωση περιβαλλοντικών παραμέτρων στη δημοσιονομική πολιτική. Η μεθοδολογία και τα πρότυπα για τον Πράσινο Προϋπολογισμό αναπτύσσονται ακόμη, υποδεικνύοντας τη μακροπρόθεσμη δέσμευση για βελτίωση αυτών των διαδικασιών σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΟΟΣΑ. Συνολικά, η μεταρρύθμιση αναμένεται να προωθήσει βιώσιμες πρακτικές δαπανών και να συμβάλει στον μετριασμό του κόστους που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή.
Την ίδια ώρα στο Μεσοπρόθεσμο γίνεται αναφορά στις προτεραιότητες σχετικά με το Πρόγραμμα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης της Ελλάδας. Ειδικότερα, το Πρόγραμμα χρησιμοποιεί τον Μηχανισμό Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης για την αντιμετώπιση των ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σε περιοχές όπου η απασχόληση και το εισόδημα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ορυκτά καύσιμα ή βιομηχανίες με υψηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα (Δ. Μακεδονία, Βόρειο και Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, δήμοι της περιφέρειας Πελοποννήσου).
Το ΠΔΑΜ Ελλάδα (2021-2027) έχει ενεργοποιηθεί, με την προτεραιότητα 1 να επικεντρώνεται στη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, στην προώθηση της καινοτομίας και στην προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Η προτεραιότητα 2 αφορά την ενεργειακή μετάβαση και την κλιματική ουδετερότητα με δράσεις που στοχεύουν στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε συστήματα και υποδομές οικονομικά προσιτής καθαρής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και των τεχνολογιών αποθήκευσής της.
Η Προτεραιότητα 3 επικεντρώνεται στην ανάπλαση και επαναχρησιμοποίηση υποβαθμισμένης γης και εγκαταστάσεων, στην υλοποίηση πράσινων υποδομών και στην προώθηση πρακτικών κυκλικής οικονομίας μέσω τεχνικών έργων αναπροσαρμογής της χρήσης γης.
Η Προτεραιότητα 4 στοχεύει στην αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών συνεπειών της μετάβασης μέσω παρεμβάσεων για την προσαρμογή του ανθρώπινου δυναμικού σε δεξιότητες και επαγγέλματα που σχετίζονται με νέες παραγωγικές δραστηριότητες.
Η Προτεραιότητα 5 έχει σχεδιαστεί για να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των κατοίκων και να διαφοροποιήσει τις τοπικές οικονομίες μέσω στοχευμένων μέτρων που βασίζονται στην κοινότητα. Όλα τα αντίστοιχα μέτρα και οι επενδύσεις θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος της προγραμματικής περιόδου. Συμπληρώνοντας αυτές τις προσπάθειες, το «Ελλάδα 2.0» συμπληρώνει το ΠΔΑΜ στοχεύοντας
συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που υποστηρίζουν περαιτέρω την οικονομική και κοινωνική μετάβαση των περιοχών που εξαρτώνται από τον άνθρακα.
Το μέτρο «Δράσεις αναζωογόνησης των περιοχών που πλήττονται περισσότερο (Περιοχές Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης)», το οποίο θα ολοκληρωθεί έως το 2026, χρηματοδοτεί την αποκατάσταση παλαιών μεταλλευτικών περιοχών στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη, προάγοντας την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την οικονομική συνοχή, καθώς μετριάζει άμεσα τις αρνητικές επιπτώσεις της σταδιακής κατάργησης της χρήσης του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και υποστηρίζει την πράσινη μετάβαση, προετοιμάζοντας παράλληλα αυτές τις περιοχές για μελλοντικές οικονομικές δραστηριότητες. Επιπλέον, συμβάλλει στη διατήρηση των θέσεων εργασίας και στη δημιουργία νέων ευκαιριών απασχόλησης.