Αν δεν γίνουν μεταρρυθμίσεις τώρα, πότε άραγε θα γίνουν; Το θέμα έρχεται και επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο, με πλέον συνηθισμένη κατάληξη ότι ο πρωθυπουργός έχει τον απόλυτο έλεγχο του κόμματός του, της κυβέρνησής του, αλλά και του κράτους, κατά συνέπεια είναι στο χέρι του και μόνο να προωθήσει όσες από τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις θεωρεί χρήσιμες και αναγκαίες. Μάλιστα, αν θέλει να το κάνει, δεν υπάρχει άπειρος χρόνος –γίνεται η συμπλήρωση–, ο πρόσφορος χρόνος δεν είναι παρά περίπου άλλοι δώδεκα μήνες, γιατί μετά, όπως στο δεύτερο μισό κάθε κυβερνητικής θητείας, αρχίζουν και βαραίνουν άλλοι υπολογισμοί και προτάσσονται προεκλογικά σχέδια και τακτικές όσο πλησιάζει η επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Δεν εννοούμε όλοι τα ίδια όταν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις. Κι αν πάλι είναι ίδιες ή συγγενικές, δεν σταθμίζονται με την ίδια αξιολόγηση ούτε τους αποδίδεται η ίδια χρονική - λειτουργική σειρά προτεραιότητας. Συχνά, δε, μπορεί όλοι να συμφωνούμε σε μία μεταρρύθμιση, αρκεί αυτή να αφορά μόνο τους άλλους – παράδειγμα, η καταστολή της εθνικής ντροπής της φοροδιαφυγής. Πέρα και πάνω απ’ αυτά, ωστόσο, κι αν δεν συμφωνούμε πώς να αλλάξει, όλοι κατανοούμε ότι το πράγμα έτσι δεν περπατάει. Πρέπει να γίνουν (κάποιες) βαθιές αλλαγές.
Στο πεδίο της οικονομίας, όσο κι αν η ρευστότητα που κυκλοφορεί (από τα μέσα του 2020 και μετά) καλλιεργεί αυταπάτες και (βοηθούσης της ποικιλόμορφης κυβερνητικής προπαγάνδας) τροφοδοτεί ένα πνεύμα επανάπαυσης, η ανάγκη των μεταρρυθμίσεων σηματοδοτείται από τρεις, τουλάχιστον, ισχυρούς δείκτες: το ισοζύγιο πληρωμών, το χρέος και την εξέλιξη του δημογραφικού προβλήματος.
Ισοζύγιο: Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, ισχυρός και αδιάψευστος δείκτης ελλείμματος ανταγωνιστικότητας, ήταν 1,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) το 2019, σκαρφάλωσε στο 6,6% το 2020, στο 6,8% το 2021 και στο 10% το 2022. Παρά τις διακυμάνσεις, διατηρείται σε ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το 4%. Και μπορεί οι εποχές να αλλάζουν, αλλά το 4% επί του ΑΕΠ παραμένει το όριο ασφαλείας για τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Δημόσιο χρέος: Βεβαίως οι εποχές δεν είναι ίδιες, ωστόσο ας μην ξεχνάμε εύκολα ότι μπήκαμε σε μνημόνια με χρέος 127% του ΑΕΠ και σήμερα το χρέος μας αντιστοιχεί στο 166,5% του ΑΕΠ – χάρη και στη «μαγική» επίδραση του πληθωρισμού, που αυξάνει τον παρονομαστή (ΑΕΠ). Και βεβαίως τα επιτόκια είναι σταθερά (κερδίζουμε γύρω στα 15 δισ. ετησίως) και διανύουμε περίοδο χάριτος, αλλά το 2032, όταν λήξει αυτή η περίοδος και κεφαλαιοποιηθούν οι τόκοι, το χρέος μας θα αυξηθεί περίπου 7 μονάδες του ΑΕΠ. Το 2032 είναι κοντά.
Δημογραφικό: Για να αυξηθεί ο παραγόμενος πλούτος χρειάζεται να αυξηθεί η ολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας (είμαστε ουραγοί στην Ευρώπη...) ή να αυξηθεί ο αριθμός των εργαζομένων ή και τα δύο. Το δημογραφικό πρόβλημα οξύνεται, αν δεν αλλάξει κάτι, σε περίπου 75 χρόνια ο πληθυσμός θα είναι 24% μικρότερος, με 31% μικρότερο ΑΕΠ, με 48% μικρότερη απασχόληση και με 10% μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ – αυτά προβλέπει το ΙΟΒΕ. Για να αυξηθεί η παραγωγικότητα χρειάζονται μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε όλη τη γραμμή.
Πολύ περισσότερο αν στην παλιά κατάσταση προστεθούν οι νέες μεγάλες προκλήσεις που θέτει κυρίως η κλιματική κρίση: ό,τι κάνουμε από εδώ και πέρα πρέπει να το κάνουμε με τρόπο που δεν θα επιβαρύνει και, αντιθέτως, θα μειώνει την κουβέρτα από αέρια θερμοκηπίου με την οποία έχουμε τυλίξει τον πλανήτη. Και σε όσα κάνουμε από εδώ και πέρα χρειάζεται να αλλάξουμε προτεραιότητες, βάζοντας μπροστά την πιο συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη: ανθεκτικότητα. Χωρίς μεταρρυθμίσεις, ο λογαριασμός δεν βγαίνει.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Καθημερινή" της Κυριακής)