Σε πολιτικό επίπεδο, η παντοκρατορία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως καταγράφηκε στις εκλογές του καλοκαιριού και στις σημερινές δημοσκοπήσεις και ο κατακερματισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αποτελούν μια πρωτόγνωρη κατάσταση.
Η χώρα κυβερνάται από μια κυβέρνηση που δεν βρίσκει καμία απολύτως αντίσταση για τις επιλογές της, ακόμη και τις εξόφθαλμα λανθασμένες, καθώς τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιμάχονται το ένα το άλλο προς άγρα ψήφων από την δεξαμενή των κεντροαριστερών ψηφοφόρων, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ουσιαστική κριτική κατά της κυβέρνησης.
Και είναι γνωστό πως σε χώρες που η αντιπολίτευση είναι αδύναμη, η κυβέρνηση είναι ανεξέλεγκτη και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο θεσμικό πρόβλημα για την ίδια την Δημοκρατία.
Στο σκηνικό αυτό της μονοκομματικής δημοκρατίας θα πρέπει να προστεθεί και ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης που στην πλειοψηφία τους έχουν μετατραπεί σε άτυπο «κυβερνητικό εκπρόσωπο» και σε χειροκροτητές των αποφάσεων της συγκεκριμένη κυβέρνησης, εγκαταλείποντας το ρόλο τους για αντικειμενική ενημέρωση και άσκηση κριτικής.
Σε οικονομικό επίπεδο, επίσης, επικρατεί μια επικοινωνιακή πολιτική που διανθίζεται με μεγάλα λόγια περί ανάπτυξης, επενδύσεων και επιτυχιών με βάση οικονομικούς δείκτες και νούμερα, που καμία σχέση δεν έχουν με τους πολλούς.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η χώρα είναι πρωταθλήτρια στην ακρίβεια και ιδιαίτερα στον τομέα των τροφίμων με την κυβέρνηση να μην μπορεί ή να μην θέλει να δώσει λύση στο πρόβλημα καθώς αυτό σημαίνει σύγκρουση με τους μεγάλους ξένους και εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους.
Με εμμονή υποστηρίζει ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού είναι εισαγόμενο και για τα μάτια του κόσμου επιβάλλει στα χαρτιά και κάποια μικροπρόστιμα τα οποία βέβαια ποτέ κανείς δεν γνωρίζει αν εισπράττονται.
Όσο για τους μισθούς και τις συντάξεις και εκεί είμαστε από τους ουραγούς στην ΕΕ. Πριν μερικές μόλις μέρες ανακοινώθηκε επισήμως ότι η αύξηση των συντάξεων στην Ελλάδα για το 2024 θα είναι της τάξης του 3%, ενώ την ίδια στιγμή η Γερμανία ανακοίνωσε ότι οι αυξήσεις στους μισθούς του Δημοσίου θα είναι της τάξης του 11%. Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, μάλλον οι Έλληνες συνταξιούχοι έχουν πολύ μικρότερη ανάγκη από τους Γερμανούς δημόσιους υπαλλήλους.
Όσον αφορά την ίδια την κοινωνία, μάλλον πρέπει να συμβαίνει κάτι «παράδοξο». Και στις εθνικές κάλπες και στις δημοσκοπήσεις, οι πολίτες επικροτούν την κυβέρνηση Μητσοτάκη και της δίνουν την ψήφο τους, ενώ την ίδια ώρα διαμαρτύρονται για την ακρίβεια, για τα εισοδήματα φτώχειας, για την εγκληματικότητα που «οργιάζει», για την κακή κατάσταση σε δημόσια Υγεία και Παιδεία.
Ακόμη και σε έρευνα της Eurostat που είδε χθες το φως της δημοσιότητας, οι Έλληνες κατατάσσονται μέσα στην πρώτη πεντάδα των λιγότερο ευτυχισμένων πολιτών της Ευρώπης.
Και το ερώτημα που γεννάται είναι αν αυτή είναι «κανονικότητα».