Το braindrain έπληξε τη χώρα μας και σίγουρα χρειάζεται ειδικές πολιτικές για να ανασχεθεί. Το στοίχημα είναι διπλό: από τη μία να επιστρέψουν κατά το δυνατόν όσοι νέοι έφυγαν για να εργαστούν στο εξωτερικό και από την άλλη οι νέοι της χώρας μας να παραμείνουν στον τόπο μας. Στην κατεύθυνση αυτή προβάλει απαραίτητο και η αναμόρφωση της αγοράς εργασίας.
Η ελληνική αγορά εργασίας παρουσιάζει τα παρακάτω δομικά χαρακτηριστικά:
1) Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, όπως αποτυπώνονται στην τελευταία έκθεσή του, η Ελλάδα καταγράφει τα υψηλοτέρα ποσοστά αναντιστοιχίας των δεξιοτήτων των απασχολούμενων με τις απαιτούμενες από τις θέσεις εργασίας που κατέχουν.
Σε μια χώρα με υψηλά εκπαιδευμένο προσωπικό, ένα σημαντικά μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων εργάζονται σε αντικείμενο που δεν σπούδασαν, οι εργοδότες δυσκολεύονται να βρουν ταλέντα και οι κενές θέσεις εργασίας αυξάνονται.
2) Σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. οι νέοι (ειδικά για τις κατηγορίες 20-24 και 25-29 ετών) αμείβονται λιγότερο, συγκριτικά με τους μεγαλύτερους. Ωστόσο, στην Ελλάδα αυτή η διαφορά είναι σημαντικά μεγαλύτερη σε σύγκριση τόσο με τη Γερμανία όσο και με την Πορτογαλία, σύμφωνα με έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΒΕΕ από τον Απρίλιο του 2023 με τίτλο: «Απασχόληση και ανεργία των νέων στην Ελλάδα: υφιστάμενη κατάσταση και προοπτικές».
3) Υφίσταται περιορισμένη ζήτηση για εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό τόσο από τον ιδιωτικό τομέα, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν παράγουν σύνθετα προϊόντα ή υπηρεσίες έντασης γνώσης και τεχνολογίας συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Το ίδιο συμβαίνει και στο Δημόσιο, καθώς ακόμα δεν έχει εμπεδωθεί στο βαθμό που θα έπρεπε η σημασία του επιστημονικού δυναμικού για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Αποτέλεσμα τούτων είναι να συνεχίζεται η φυγή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.
4) Συνεχίζει να καταγράφεται μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες. Βεβαία, είναι σημαντικό ότι διαφορά στην απασχόληση αντρών συγκριτικά με των γυναικών μειώθηκε, καθόσον σημειώθηκε μεγαλύτερη βελτίωση στο ποσοστό ανεργίας των γυναικών, το οποίο διαμορφώθηκε σε 12,4% το Σεπτέμβριο του 2023 από 15,5% τον Σεπτέμβριο του 2022. Στη μείωση αυτή συνέβαλλαν οι πολιτικές της Κυβέρνησης της Ν.Δ. για την ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης.
Τα παραπάνω δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στη χώρα μας δείχνουν, λοιπόν, το δρόμο για την ανάγκη αναδιάταξης της στρατηγικής.
Παράλληλα, με τις ορθές πρωτοβουλίες που λαμβάνει η Κυβέρνηση στην αναμόρφωση της αγοράς εργασίας, θα ήταν επωφελές να δώσουμε έμφαση σε μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη». Αυτή θα έχει διττή βάση. Αφενός θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και αφετέρου, συγχρόνως, θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Επιπρόσθετα, κρίνεται επιβεβλημένη η ενίσχυση των πολιτικών προσέλκυσης περισσότερων γυναικών και νέων στην απασχόληση. Μάλιστα, ο Ο.Ο.Σ.Α. θεωρεί αυτό θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης στη χώρα μας, όπως ρητά καταγράφεται στην τελευταία έκθεσή του.
Για να επιτευχθούν όλα αυτά θα ήταν γόνιμη η πλήρης αξιοποίηση του βασικού χρηματοδοτικού εργαλείου των επενδυτικών πόρων ύψους 12,17 δισ. ευρώ μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (8,55 δισ. ευρώ) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (3,62 δισ. ευρώ), οι οποίοι αναμένεται να εισρεύσουν στην οικονομία εντός του 2024.
Οι δαπάνες από επιχορηγήσεις και δάνεια του Τ.Α.Α. προβλέπεται το 2024 να επιταχύνουν τη συμβολή τους στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και στον μετασχηματισμό προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό, άλλωστε είναι και το μοντέλο που προωθεί και η Κυβέρνηση και προβλέπεται να γίνει μέσω φιλόδοξων επενδύσεων και των συναφών τους διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στους τομείς της πράσινης οικονομίας, του ψηφιακού μετασχηματισμού, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της εξαγωγικής ικανότητας, του ανθρώπινου κεφαλαίου και της αγοράς εργασίας.
Οι παρακάτω προτάσεις μου προκύπτουν από την επιστημονική μου γνώση και επαγγελματική μου εμπειρία από την ενασχόλησή μου με το εργατικό δίκαιο, αλλά και βιωματικά σ’ ό,τι αφορά τη νέα γενιά. Πάνω, λοιπόν, σε αυτούς τους βασικούς πυλώνες μπορούμε να αναπτύξουμε πολιτικές που έχουν ως στόχο να αλλάξει, μακροπρόθεσμα, το υπόδειγμα ανάπτυξης της χώρας προς την κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης.
Αυτό θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας για επιστήμονες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Βραχυπρόθεσμα χρειάζονται πολιτικές για τη στήριξη της αυτοαπασχόλησης των πτυχιούχων. Είναι αναγκαία η ενίσχυση των νεοφυών επιχειρήσεων, της έρευνας και της καινοτομίας σε επιχειρήσεις, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότας στα πανεπιστήμια και της ακαδημαϊκής – ερευνητικής δραστηριότητας.
Και βέβαια, θα ήταν χρήσιμες οι κατά προτεραιότητα προσλήψεις προσωπικού σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, στο δημόσιο σύστημα υγείας και ευρύτερα σε επιτελικές θέσεις στο Δημόσιο, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.
Θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως κεντρικός στόχος και η εικονική επιστροφή (virtual return), δηλαδή η σύνδεση ανθρώπινων πόρων που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό με την ελληνική οικονομία.
Καταλήγοντας, το παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται στην οικονομία της γνώσης δημιουργεί τις βάσεις και τις δυνατότητες για ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται σε δύο πυλώνες: καλοπληρωμένοι εργαζόμενοι με δυνατές προοπτικές εξέλιξης και εύρωστες επιχειρήσεις που θα πρωτοπορούν.
(Η Άννα Ευθυμίου είναι βουλευτής Ν.Δ. Α΄ Θεσσαλονίκης και δικηγόρος με ειδίκευση στο εργατικό δίκαιο)