Και αυτό συνέβη για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια και στην περίπτωση του καταδικασμένου αρχηγού της Χρυσής Αυγής Νίκου Μιχαλολιάκου, που με βούλευμά του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας - παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση - αποφάσισε την αποφυλάκιση του με περιοριστικούς όρους ύστερα από περίπου 5,5 χρόνια φυλάκισης.
Μια απόφαση που σίγουρα δεν βρίσκει σύμφωνη την κοινή γνώμη, όπως και πολλές άλλες, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει και την αδήριτη ανάγκη αλλαγών που πρέπει να επέλθουν στην νομοθεσία της χώρας μας στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που με καθαρά επικοινωνιακούς –και ψηφοθηρικούς- λόγους επιχειρεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Με ξεκάθαρα λόγια δεν χρειάζεται η αυστηροποίηση των ποινών που επιχειρεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση της ΝΔ και μάλιστα δεν χάνει καμιά ευκαιρία να το διατυμπανίζει, αλλά αντίθετα απαιτούνται δύο απλά πράγματα.
Οι ποινές να εξορθολογιστούν ώστε να ανταποκρίνονται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται.
Δεν χρειάζονται ούτε αυστηρές ποινές, ούτε «χαριστικές» ποινές. Χρειάζονται δίκαιες ποινές.
Και δεύτερον οι ποινές που επιβάλλονται να εκτελούνται από τους καταδικασμένους.
Γιατί δεν μπορεί να επιβάλλονται ποινές ισοβίων για βαρύτατα εγκλήματα, όπως ανθρωποκτονίες, εγκληματικές οργανώσεις κλπ., και οι καταδικασμένοι να εξέρχονται από τις φυλακές μετά από λίγα χρόνια.
Αυτή η πρακτική στέλνει τα λάθος μηνύματα και στην κοινωνία και σε όλους όσους εμφανίζουν παραβατικές συμπεριφορές.
Στους δεύτερους στέλνει μήνυμα πως όσα βαριά εγκλήματα και αν διαπράξουν έχουν την ευχέρεια να βρεθούν εκτός φυλακής πολύ συντομότερα από το χρόνο που προβλέπει η ποινή τους και στην κοινωνία στέλνει το μήνυμα ότι κάτι δεν πάει καλά με τη δικαιοσύνη.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να εκλείψουν παντελώς οι ευνοϊκές διατάξεις που οφείλει να έχει ένα σωφρονιστικό σύστημα. Αλλά οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπεται να αφήνουν ορθάνοιχτα «παράθυρα» για καταστρατήγηση και του γράμματος και του πνεύματος του νόμου.
Δηλαδή σε μια περίπτωση όπως αυτή του Νίκου Μιχαλολιάκου, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι θα μπορούσαν να ισχύσουν ευεργετικές διατάξεις. Γιατί κανείς δεν πιστεύει πως ό,τι έπραξε ο αρχηγός της νεοναζιστικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής το έπραξε από «σύγχυση» και κυρίως κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να του αποδοθεί το ελαφρυντικό της μεταμέλειας.
Οφείλουν λοιπόν οι δικαστές να βλέπουν ευρύτερα την κάθε περίπτωση και οι αποφάσεις τους να μην προκαλούν την κοινωνία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζητήματα κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος και εγκλήματα ρατσιστικού χαρακτήρα.
Δυστυχώς η δικαιοσύνη στην Ελλάδα για μια ακόμη φορά πέφτει «θύμα» κάποιων αποφάσεων και επειγόντως απαιτούνται παρεμβάσεις για να διασωθεί το κύρος της.
Πάνω απ’ όλα αυτό το έχουν ανάγκη και η Δημοκρατία και οι πολίτες που θέλουν να βλέπουν την δικαιοσύνη σαν τον θεματοφύλακα των δικαιωμάτων και αξιών τους.