Όπως έγινε γνωστό το πόρισμα αποσυνδέει πλήρως την ΕΥΠ από τις παράνομες παρακολουθήσεις και παράλληλα αθωώνει και το Μέγαρο Μαξίμου. Μάλιστα δεν αποδίδει ευθύνες ούτε καν στα πρόσωπα που είχαν μηνυθεί για τις υποκλοπές, μεταξύ των οποίων ο τότε διοικητής της ΕΥΠ Παναγιώτης Κοντολέων και ο τότε γενικός διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου Γρηγόρης Δημητριάδης, παρά το γεγονός ότι εκδιώχθηκαν από τις θέσεις του από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, γεγονός που αποτελεί παραδοχή της ενοχής τους.
Οι αντιδράσεις των προοδευτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, της Πλεύσης Ελευθερίας και της Νέας Αριστεράς ήταν εντονότατες αλλά πάντα θεσμικές με κοινό παρανομαστή την άμεση ανάγκη σύγκλισης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
Κοινή είναι η θέση των κομμάτων της αντιπολίτευσης ότι το πόρισμα και η ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για το σκάνδαλο των υποκλοπών εγείρει πολύ σοβαρά ερωτήματα για την έρευνα που διεξήχθη, τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε και τελικά την βασιμότητα των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε.
Και η θέση αυτή φυσικά δεν είναι θέση μόνο των κομμάτων της αντιπολίτευσης αλλά και της πλειοψηφίας των πολιτών. Καθώς για την πραγματικά δυσώδη υπόθεση των υποκλοπών , το ανώτατο δικαστήριο της χώρας θεωρεί πως ποινικές ευθύνες για παραβάσεις της νομοθεσίας για το τηλεφωνικό απόρρητο, αλλά και για τα προσωπικά δεδομένα, έχουν μόνο τέσσερις ιδιώτες οι οποίοι είναι στελέχη των εταιρειών που ενεπλάκησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το λογισμικό pretador.
Και εδώ γεννάται το τεράστιο ερώτημα που πρέπει να το απαντήσει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου προκειμένου να πείσει όχι μόνο τα πολιτικά κόμματα αλλά πολύ περισσότερο την ίδια την κοινωνία ότι η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα λειτουργεί.
Το ερώτημα είναι καθαρά νομικό, αλλά ταυτόχρονα βασίζεται και στην κοινή λογική. Όταν λοιπόν απαγγέλλονται κατηγορίες σε οποιοδήποτε πρόσωπο θα πρέπει να υπάρχει και αυτό που λέμε «κίνητρο».
Οι συνήγοροι λοιπόν των θυμάτων των υποκλοπών επισημαίνουν ότι στο πόρισμα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου δεν αναφέρεται για ποιο λόγο έγιναν από ιδιώτες οι παρακολουθήσεις. Οι ιδιοκτήτες των εταιρειών που ενεπλάκησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το λογισμικό pretador ποιόν λόγο είχαν να παρακολουθούν κυβερνητικά στελέχη, ανώτατους αξιωματικούς, πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες;
Προφανώς υπήρξαν ηθικοί αυτουργοί για αυτές τις έκνομες δράσεις αλλά γι’ αυτούς στο πόρισμα του Αρείου Πάγου δεν υπάρχει καμία αναφορά.
Έτσι ξαφνικά κάποιοι ιδιώτες αποφάσισαν να κάνουν τηλεφωνικές υποκλοπές σε βάρος υπουργών, αρχηγών κομμάτων, στελεχών ενόπλων δυνάμεων, δημοσιογράφων και ποιος τελικά ξέρει και πόσων άλλων; Αυτό μάλλον μόνο όσοι συνέταξαν το πόρισμα το πιστεύουν, ίσως και η κυβέρνηση που τη συμφέρει να δείχνει ότι το πιστεύει.
Και το άλλο ερώτημα που γεννάται είναι αν έστω η Εισαγγελία του Α.Π. δεν βρήκε επιβαρυντικά στοιχεία για την εμπλοκή ΕΥΠ και Μαξίμου στις υποκλοπές και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παράνομες παρακολουθήσεις έγιναν μόνο από τους τέσσερις ιδιώτες, γιατί τους ασκήθηκε δίωξη για πλημμέλημα; Γιατί δεν τους αποδίδονται ευθύνες και για κακουργήματα, όπως εγκληματική οργάνωση ή κατασκοπεία;
Αυτά ρωτάει η αντιπολίτευση αλλά και κοινωνία και θέλουν απαντήσεις. Γι’ αυτό και είναι αναγκαία η σύγκλιση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, αλλά και αν απαιτηθεί η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.