Όποιος πολιτικός, κόμμα, δημοσιογράφος, εκπρόσωπος φορέων τολμήσει να κάνει λόγο για αναποτελεσματικές πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, «βαφτίζεται» χωρίς κανένα δισταγμό από τους υπουργούς και τα στελέχη της κυβέρνησης, αλλά και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ως «λαϊκιστής» που επιδιώκει να κάνει να επαναφέρει τη χώρα σε δύσκολες εποχές.
Αυτό έπραξε για πολλοστή φορά, χθες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σε ανακοίνωση του με την οποία θέλησε να απαντήσει στις καταγγελίες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη για την ακρίβεια ιδιαίτερα στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια.
Αντί βέβαια μια τεκμηριωμένης απάντησης ο κος Μαρινάκης κατά την πάγια τακτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την αναποτελεσματικότητα, πέρασε στην αντεπίθεση, δηλώνοντας πως : «Με μεγάλη χαρά είδαμε τον κ. Κασσελάκη να κάνει ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα από τις διακοπές του, για να κάνει μία ακόμη ανάρτηση που θυμίζει τον παλιό «καλό» ΣΥΡΙΖΑ του καταγγελτικού, λαϊκίστικου λόγου, άνευ συγκεκριμένων αντιπροτάσεων και μάλιστα την hard core εκδοχή του 2012-2015».
Και στη συνέχεια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παίρνοντας τη σκυτάλη από τον πρωθυπουργό, που λόγω θερινής ραστώνης έχει διακόψει τον Αύγουστο τις καθιερωμένες Κυριακάτικες αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τα επιτεύγματα του, άρχισε να αραδιάζει τις κατά την άποψη του «θετικές εξελίξεις στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια».
Απαντήσεις, όμως, δεν έδωσε γιατί οι πολίτες πληρώνουν πανάκριβα τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια. Γιατί οι τιμές των καυσίμων κυρίως στις νησιωτικές και τουριστικές περιοχές καλπάζουν ανεξέλεγκτες, γιατί τα τρόφιμα και όλα τα είδη νοικοκυριού έχουν γίνει για την πλειοψηφία των καταναλωτών είδη πολυτελείας.
Και κυρίως δεν απάντησε γιατί η κυβέρνηση την οποία εκπροσωπεί δεν λαμβάνει μέτρα για να συγκρατηθούν οι τιμές και να εκλείψουν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας και αθέμιτων πρακτικών που έχουν μετατρέψει σε ζούγκλα την αγορά.
Γιατί ακόμη και μέτρα διοικητικού χαρακτήρα, όπως η επιβολή πλαφόν στις τιμές των εισιτηρίων των πλοίων και των καυσίμων, θα μπορούσε να επιβάλει η κυβέρνηση, χωρίς αυτό να αντίκεινται στους νόμους της ελεύθερης αγοράς, καθώς διαπιστωμένα υπάρχουν ολιγοπωλιακές καταστάσεις, που όχι απλά το επιτρέπουν αλλά το επιβάλλουν.
Δεν το πράττει, όμως, δίνοντας έτσι τι δικαίωμα στους πολιτικούς της αντιπάλους, αλλά και στην ίδια την κοινωνία να αναρωτιούνται αν αυτό σημαίνει απλά αδυναμία επίλυσης προβλημάτων ή αν υπάρχουν άλλοι ιδιοτελείς λόγοι που δεν «ενοχλούνται» τα ισχυρότατα λόμπι των ακτοπλόων, των διυλιστηρίων, των πολυεθνικών και εγχώριων κολοσσών του λιανεμπορίου.
Η «καραμέλα» ότι όποιος καταγγέλλει προβλήματα και ζητάει λύσεις είναι τοξικός λαϊκιστής έχει πλέον λιώσει.