Τη δεδομένη χρονική στιγμή, αυτό που φαίνεται ότι θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει είναι το πως θα πορευτεί από εδώ και στο εξής το ΠΑΣΟΚ και αν ο επανεκλεγείς πρόεδρος του θα καταφέρει όχι απλά να δώσει ώθηση στο κόμμα του, αλλά να καταφέρει είτε να το καταστήσει αυτόνομα κόμμα που θα διεκδικήσει με αξιώσεις την διακυβέρνηση της χώρας, είτε να διαμορφώσει μια κουλτούρα συνεργασιών με τα άλλα κόμματα του προοδευτικού χώρου.
Ο κ. Ανδρουλάκης, πάντως, αν κανείς αρκεστεί στις προ των εσωκομματικών εκλογών δηλώσεις του δεν φαίνεται διατεθειμένος να ανοίξει το παιχνίδι. Το τηλέφωνο του είναι χαλασμένο για μια επικοινωνία με κόμματα προς τα αριστερά του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε ο ίδιος δήλωνε με νόημα ότι δεν πρόκειται να κάνει το ΠΑΣΟΚ «συνιστώσα», υπονοώντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το πολιτικό σκηνικό στη χώρα, όμως, τους τελευταίους μήνες έχει μετατραπεί άρδην και πλέον ο επανεκλεγείς πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ίσως θα μπορούσε να δει με άλλο μάτι μια συνεργασία όχι μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ ή εν πάση περιπτώσει με ό,τι απομείνει από τον ΣΥΡΙΖΑ και φυσικά και με τα άλλα κόμματα της ευρύτερης κεντροαριστεράς.
Και αυτό θα γίνει ακόμη πιο εύκολο για τον Νίκο Ανδρουλάκη, όταν λήξει οριστικά ο εμφύλιος πόλεμος στον ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι αδύνατον να μην βγει λαβωμένο.
Τότε το ΠΑΣΟΚ θα μπορεί να μιλά από θέση ισχύος, μιας και δικαιωματικά θα είναι το κόμμα που θα ηγηθεί μιας προοδευτικής πανστρατιάς για την αποκαθήλωση από την εξουσία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Θα αλλάξει ρότα ο κ. Ανδρουλάκης όμως; Ή μήπως αρκεστεί στην διαφαινόμενη νίκη του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ ελπίζοντας ότι οι ψηφοφόροι που θα του αποσπάσει είναι αρκετοί για να δώσουν στο ΠΑΣΟΚ μια εκλογική νίκη απέναντι στη ΝΔ, όποτε και αν γίνουν εκλογές;
Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν πως οι ψηφοφόροι που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ και όσοι πρόκειται να το πράξουν στη συνέχεια, δεν πρόκειται de facto να επιλέξουν το ΠΑΣΟΚ στις επόμενες εκλογές, ιδιαίτερα μάλιστα τώρα που δεν άλλαξε η ηγεσία του κατά τις εσωκομματικές εκλογές και συνεχίζει με τον ίδιο αρχηγό, ο οποίος έχει συμμετάσχει στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, λαμβάνοντας ναι μεν αυξημένα ποσοστά, αλλά όχι ικανά να του δώσουν τη νίκη απέναντι στη ΝΔ.
Και όσοι μπορούν να αφουγκραστούν την κοινωνία και συγκεκριμένα τους προοδευτικούς πολίτες γνωρίζουν καλά, ότι μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων που μπορούν να κρίνουν αποτελέσματα εκλογών παραμένουν «μετέωροι» και στο παρελθόν στράφηκαν στην αποχή.
Και όσο η αποχή αυξάνει τόσο διευκολύνεται η κατάσταση για το κόμμα που κυβερνά και δυσχεραίνεται για τους επίδοξους διεκδικητές της εκλογικής νίκης.
Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να παραβλέπεται και το ισχυρό ευρωπαϊκό στάτους, πως αυτοδύναμες κυβερνήσεις δεν συναντάς εύκολα στις χώρες μέλη της ΕΕ. Και όσο η Ελλάδα έστω και με αργά βήματα «εξευρωπαΐζεται», τόσο οι πιθανότητες να μην καταφέρει κάποιο κόμμα αυτοδύναμη εκλογική νίκη αυξάνονται.
Και επειδή στις ταραγμένες εποχές που ζούμε κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές και κάτω από ποιες συνθήκες, το φρόνιμο θα ήταν τα προοδευτικά κόμματα να έχουν προνοήσει αν μη τι άλλο να βελτιώσουν τις σχέσεις τους. Άλλωστε όλοι δηλώνουν ότι «εχθρός» είναι η δεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Δεν είναι καιρός λοιπόν για «χαλασμένα τηλέφωνα».