Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ανάλυση των δεσμεύσεων με ορίζοντα το 2030 που έχουν αναλάβει οι κυβερνήσεις μετά τη διάσκεψη της Γλασκώβης, οδεύουμε σε έναν πλανήτη κατά 2,4 βαθμούς Κελσίου θερμότερο.
Οδεύουμε με άλλα λόγια σε ένα καταστροφικό μέλλον για την ανθρωπότητα, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε κατά την πρώτη εβδομάδα της διάσκεψης της Γλασκώβης.
Όπως πολύ εύστοχα σχολίασαν οι δημιουργοί του ανεξάρτητου επιστημονικού αναλυτικού εργαλείου Climate Action Tracker, το κενό φιλοδοξίας για την ουσιαστική πρόοδο ως προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στην πραγματικότητα είναι κενό αξιοπιστίας, δέσμευσης και δράσης των κυβερνήσεων και των ηγετών τους, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων.
Η ελληνική κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες έχει προχωρήσει σε σημαντικές εξαγγελίες για την ανάληψη δράσης για το κλίμα και τη φύση. Την ψήφιση σχεδίου κλιματικού νόμου κατόπιν δημόσιας διαβούλευσης, την αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα ώστε να συμβαδίζει με τους αναβαθμισμενους ευρωπαϊκούς στόχους, την (καθυστερημένη) ενίσχυση του καθεστώτος προστασίας της φύσης και την αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ.
Με αφορμή τις εξαγγελίες, παρακάτω καταγράφονται προτεινόμενα μέτρα που έχουν σημαντικό δυναμικό μείωσης των εκπομπών και των συγκεντρώσεων αερίων του θερμοκηπίου, προσκομίζοντας παράλληλα σημαντικά περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά οφέλη.
Κλιματικός νόμος
Ενώ αναμένουμε να κατατεθεί σε δημόσια διαβούλευση το τελικό κείμενο του σχεδίου κλιματικού νόμου, έχει ήδη ανακοινωθεί η στοχοθεσία του ως προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου: 55% έως το 2030, 80% έως το 2040 και κλιματική ουδετερότητα το 2050. Η στοχοθεσία αυτή επί της ουσίας επαναλαμβάνει τους ευρωπαϊκούς στόχους για το 2030 και το 2050, ενώ – στα θετικά του - εισάγει ενδιάμεσο στόχο για το 2040.
Με κριτήριο την επίτευξη του στόχου του 1,5 βαθμού Κελσίου, οι στόχοι αυτοί είναι ανεπαρκείς. Η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, θα πρέπει να είναι κλιματικά ουδέτερη έως το 2040 και ο πιο αποδοτικός τρόπος να το πετύχει είναι να αναβαθμίσει τον στόχο της για το 2030 σε 65%.
Είναι άλλωστε εξαιρετικά πιθανό η Ευρωπαϊκή Ένωση να χρειαστεί να αναβαθμίσει τον στόχο της για το 2030 μέσα στην επόμενη τριετία, όπως έχει ήδη κάνει η Γερμανία (65% έως το 2030 και κλιματική ουδετερότητα το 2045). Σε διαφορετική περίπτωση, μεταθέτει το πρόβλημα για το μέλλον καθιστώντας το πιο δύσκολο και ακριβό να αντιμετωπιστεί.
Ο κλιματικός νόμος επίσης αποτελεί την κατεξοχήν νομοθετική πρωτοβουλία, όπου θα περιμέναμε από την κυβέρνηση να αποφασίσει την ακύρωση του προγράμματος εξόρυξης υδρογονανθράκων. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας και η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή είναι σαφείς: η επίτευξη του στόχου του 1,5 βαθμού Κελσίου προϋποθέτει τον τερματισμό της παραγωγής νέων κοιτασμάτων πετρελαίου, ορυκτού αερίου και άνθρακα.
Προς αυτήν την κατεύθυνση μάλιστα την περασμένη εβδομάδα παρουσιάστηκε η Πρωτοβουλία BOGA, μια συμμαχία κρατών με σκοπό τον τερματισμό των εξορύξεων υδρογονανθράκων, στην οποία συμμετέχουν 12 κράτη, μεταξύ των οποίων η Δανία, η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία.
Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)
Η αναθεώρηση του ΕΣΕΚ βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη σύμφωνα με την πολιτική ηγεσία, παράλληλα μάλιστα με τις διαπραγματεύσεις για το αναθεωρημένο ευρωπαϊκό πακέτο για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030 (Fit for 55), επομένως χωρίς να είναι γνωστοί εκ των προτέρων οι ειδικότεροι ευρωπαϊκοί στόχοι (π.χ. για ΑΠΕ ή εξοικονόμηση).
Το υφιστάμενο ΕΣΕΚ προβλέπει συμμετοχή των ΑΠΕ σε ποσοστό 35% στην τελική κατανάλωση και 61% - 64% στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2030. Ο στόχος για την ηλεκτροπαραγωγή αναμένεται να αυξηθεί σε 67% - 70%, σύμφωνα πάντα με τις μέχρι σήμερα δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας, παραμένει ωστόσο ανεπαρκής με δεδομένο ότι η ηλεκτροπαραγωγή θα πρέπει να είναι σχεδόν 100% ΑΠΕ έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Στο ΕΣΕΚ ως εκ τούτου θα πρέπει να ενσωματωθεί στόχος συμμετοχή των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας (όχι μόνο στην ηλεκτροπαραγωγή δηλαδή) κατά 50% έως το 2030.
Επίσης - και με αφορμή την ενεργειακή κρίση που μαστίζει τους πολίτες - θα πρέπει να ενσωματωθεί στόχος ριζικής ενεργειακής αναβάθμισης τουλάχιστον 1.000.000 κατοικιών έως το 2030.
Προστασία της φύσης
Η διατήρηση και αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων μπορεί να συμβάλει σημαντικά, τόσο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όσο και στην προσαρμογή στην κλιματική κρίση.
Οι προστατευόμενες περιοχές και ειδικότερα οι περιοχές του δικτύου Natura 2000 αποτελούν σημαντικό εργαλείο για τον σκοπο αυτό. Ωστόσο, το θεσμικό πλαίσιο για τις περιοχές αυτές στη χώρα μας είναι ελλιπες και ανεπαρκές, γεγονός το οποίο έχει οδηγήσει σε καταδίκη της Ελλάδας από το Δικαστήριο της ΕΕ για μη συμμόρφωση με την οδηγία για τους οικοτόπους (οδηγία 92/43/ΕΟΚ).
Το εν εξελίξει έργο για την εκπόνηση Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών και την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων και σχεδίων διαχείρισης για όλες τις περιοχές Natura έχει καθυστερήσει σημαντικά. Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ πρέπει να στηρίξει έμπρακτα και να συντονίσει αποτελεσματικά το έργο αυτό προκειμένου να εκδοθούν άμεσα τα προεδρικά διατάγματα και τα σχέδια διαχείρισης που θα περιλαμβάνουν κατάλληλα και ουσιαστικά μέτρα διατήρησης.
Επιπλέον, το ΥΠΕΝ θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία για τη διεύρυνση του δικτύου προστατευόμενων περιοχών προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα για προστασία του 30% της χερσαίας και θαλάσσιας έκτασης της ΕΕ έως το 2030, και να υλοποιηθεί η σχετική δέσμευση του πρωθυπουργού στο παγκόσμιο συνέδριο της IUCN τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Έμφαση και προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί σε είδη και οικοτόπους που είναι ευάλωτα στην κλιματική αλλαγή, καθώς και σε οικοτόπους που συμβάλλουν στη βελτίωση της απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα από φυσικές καταβόθρες. Σε αυτό το πλαίσιο, θετική κρίνεται η πρωτοβουλία για τη θεσμική προστασία ορεινών οικοσυστημάτων, στην οποία αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός κατά την ομιλία του στην COP 26.
Ειδικά για το θαλάσσιο περιβάλλον η δημιουργία περιοχών όπου δεν θα επιτρέπεται η αλιεία (no-take zones) στο 10% της θαλάσσιας επικράτειας της χώρας, όπως δεσμεύθηκε ο πρωθυπουργός στην COP 26 και στο συνέδριο της IUCN, είναι σημαντικό εργαλείο, τόσο για την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων όσο και για την αντιμετώπιση της υπεραλίευσης.
Θα πρέπει ωστόσο οι περιοχές αυτές να επιλεχθούν προσεκτικά βάσει επιστημονικών και άλλων μελετών, με ουσιαστική συνεργασία και συντονισμό των αρμόδιων υπουργείων και με ευρεία διαβούλευση με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς.
ΑΠΕ και χωροταξικό
Οι ΑΠΕ αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, ωστόσο θα πρέπει η ανάπτυξη και χωροθέτησή τους να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγονται σημαντικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον.
Η αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού για τις ΑΠΕ που βρίσκεται σε εξέλιξη πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα και να στηρίζεται σε ολοκληρωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων των προβλέψεών του, και σε κατάλληλες μεθοδολογίες και πρακτικές για την επιλογή περιοχών καταλληλότητας και αποκλεισμού.
Επιπλέον, στον θαλάσσιο χώρο, η ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών θα πρέπει να γίνει στη βάση ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού σύμφωνα με την οικοσυστημική προσέγγιση και με συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Η Ελλάδα ήδη έχει καθυστερήσει τη θέσπιση θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων όπως απαιτείται από την οδηγία για τον ΘΧΣ (οδηγία 2014/89/ΕΕ) και θα πρέπει το ΥΠΕΝ να προβεί άμεσα στις απαιτούμενες ενέργειες για να συμμορφωθεί η χώρα μας με τις ενωσιακές της υποχρεώσεις στον τομέα αυτό.
Ευκαιρία, όχι αγγαρεία
Η επόμενη μέρα της COP26 βρίσκει την ελληνική κυβέρνηση να έχει δύσκολο έργο μπροστά της. Θα πρέπει να ενισχύσει την κλιματική της δράση και να μετουσιώσει τις εξαγγελίες της σε μέτρα και πολιτικές που μειώνουν πραγματικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σύμφωνα με τον στόχο του 1,5 βαθμού και τη Συμφωνία του Παρισιού.
Αν αντιμετωπίσει την υποχρέωση για την προστασία της φύσης και του κλίματος ως αγγαρεία δεν θα πετύχει πολλά. Αν τη δει ως ευκαιρία και συνδιαμορφώσει με την κοινωνία ένα πειστικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο σχέδιο μπορεί πραγματικά να αλλάξει το μέλλον της χώρας.
Δημήτρης Ιμπραήμ - Σοφία Κόπελα