«Αποκαθίσταται ένας ιστορικός φυσικός χώρος, που για αιώνες αποτελούσε το πεδίο επενδυτικών, εμπορικής, πολιτιστικής συναλλαγών μεταξύ της Ελλάδας και των γειτόνων της και αυτό είναι το απόλυτο και καθολικό όφελος της Συμφωνίας των Πρεσπών». Ο βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ και Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, ήταν κεντρικός ομιλητής, το απόγευμα της Πέμπτης, σε εκδήλωση που πραγματοποίησε το τμήμα Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Θέμα της συζήτησης ήταν η «Αναπτυξιακή Διάσταση της Συμφωνίας των Πρεσπών» και σε αυτή συμμετείχαν και άλλα μέλη της κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ και πλήθος προσκεκλημένων.
Ο κ. Σταθάκης ξεκίνησε την ομιλία του υπογραμμίζοντας ότι η μοναδική μορφή με την οποία υπάρχει στο σύγχρονο κόσμο κρατική υπόσταση είναι το εθνικό κράτος, για το οποίο αφετηρία και σημείο αναφοράς υπήρξε η Γαλλική Επανάσταση. Από αυτή προέκυψε η διάκριση των εξουσιών και οι αρχές της ελευθερίας (οικονομικής και πολιτικής), της ισότητα απέναντι στον Νόμο και των ίσων ευκαιριών, καθώς και της αδελφοσύνης, που ωθεί στον ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο. Αρχές που αποτυπώνονται στα συντάγματα όλων των χωρών του κόσμου.
Αν και επί δύο αιώνες υπήρξαν και άλλες μορφές κράτους (παλιές αυτοκρατορίες, βαριά αποικιοκρατία, κλασσικός ιμπεριαλισμός, συμπράξεις πολυεθνικών κρατών όπως η Σοβιετική Ένωση), σήμερα το εθνικό κράτος αποτελεί τη μόνη καταστατική μορφή. Και στη βάση αυτή, ο τρόπος με τον οποίο δομούνται τα εθνικά κράτη είναι πανομοιότυπος: «Αφετηρία είναι οι φιλόλογοι – οι άνθρωποι που φτιάχνουν τη γλώσσα, δεδομένου ότι όλες οι ομιλούμενες γλώσσες είναι σύγχρονες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο Αδαμάντιος Κοραής, απομονωμένος στο Άμστερνταμ, αποφασίζει να δημιουργήσει γραμματική, συντακτικό και λεξιλόγιο για την ελληνική γλώσσα, ενόψει της Επανάστασης και της δημιουργίας του ελληνικού εθνικού κράτους».
Η διάδοση γίνεται μέσω του Τύπου και των σχολείων. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις άλλες βαλκανικές χώρες. Ο κ. Σταθάκης περιέγραψε συνοπτικά τις παρόμοιες διαδρομές που είχαν τα βουλγαρικά, τα αλβανικά κι αργότερα τα τουρκικά. Στάθηκε περισσότερο στην περίπτωση των σερβοκροάτικων, όπου είναι ιδιαίτερα εμφανής η επίδραση πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων: Το 1850 οι πιο επιφανείς φιλόλογοι Σερβίας και Κροατίας συμμετέχουν στο περίφημο Συνέδριο της Βιέννης, όπου αποφαίνονται ότι είναι εφικτό να δημιουργηθεί μια κοινή γλώσσα, που θα γράφεται με κυριλλικό αλφάβητο από τους Σέρβους και με λατινικό από τους Κροάτες. Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο όπου κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα μικρά κράτη δεν έχουν μέλλον και επικρατούν τα μεγαλύτερα. Για τον λόγο αυτό προκρίνεται η ένωση των δύο χωρών, που τελικά συμβαίνει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Μένει έτσι μια περιοχή στην οποία υπάρχει ένα μείζον γλωσσικό ζήτημα: υπάρχει σλαβική μακεδονική γλώσσα ή όχι;». Από το 1880 και μετά η Βουλγαρία ισχυρίζεται ότι πρόκειται για βουλγαρική γλώσσα, ενώ η σλαβομακεδονική πλευρά μιλά για διακριτή γλώσσα, που ανήκει στην οικογένεια των νοτιοσλαβικών. Η διαφωνία έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η μη ύπαρξη διαφορετικής γλώσσας υποστηρίζει την ιδέα της Μεγάλης Βουλγαρίας. Η ελληνική πλευρά πάνω από 100 χρόνια υποστήριζε, σιωπηλά ή ηχηρά, ότι η γλώσσα είναι διακριτή. «Και όταν τελικά η γλώσσα εμφανίζεται, μεταπολεμικά, η ελληνική θέση ήταν υποτονική, σιωπηλή ή αποδοχής, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
«Πέραν της γλώσσας, κάθε επίδοξος διεκδικητής ενός εθνικού κράτους πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχει διά μέσω των αιώνων και δεν είναι προσωρινός – φευγαλέος. Η ιδέα της καταγωγής από μία μακραίωνη ιστορία». Για την Ελλάδα ήταν εύκολη η σύνδεση με την Ιστορία ενώ τις δικές τους αφηγήσεις δημιούργησαν και οι περισσότεροι γείτονές μας. Στην ΠΓΔΜ «το… παράκαναν κι έφτιαξαν μια βαριά ιστορική συνέχεια αναφερόμενοι στον Μ. Αλέξανδρο και τον Βουκεφάλα, προσπαθώντας να διαφοροποιηθούν προφανώς με ανιστόρητο τρόπο, καθώς η αφετηρία τους βρίσκεται στον 7ο αιώνα: Τότε έρχονται στην περιοχή 4 ρεύματα Σλάβων, με διακριτά στοιχεία το κάθε ένα και μάλιστα ένα φτάνει μέχρι την Πελοπόννησο».
Τέλος, ένα τρίτο, βασικό στοιχείο, του εθνικού κράτους είναι η χάραξη των συνόρων. «Στα Βαλκάνια οι πληθυσμοί ήταν ιδιαίτερα ανάμεικτοι και γι’ αυτό μας ταλαιπώρησε ιδιαίτερα η χάραξη των συνόρων. Τελικά μία αποδείχτηκε η λύση: ο πόλεμος. Τα σύνορα φτιάχτηκαν μέσα από πόλεμο, με νικητές και ηττημένους. Και από τις διεθνείς συνθήκες που ακολούθησαν τους πολέμους». Μετά τη χάραξη των συνόρων στον 20ο αιώνα, βασική αρχή είναι ότι δεν τίθεται θέμα επαναχάραξης συνόρων, το οποίο θα δημιουργούσε ένα νέο κύκλο αστάθειας.
Στην βάση αυτών των τριών στοιχείων, η διαμάχη ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ αφορούσε:
1. την Ιστορία και τη δίκαιη και απόλυτα δικαιολογημένη πάγια θέση της Ελλάδας περί ανιστόρητων αναφορών (Μ. Αλέξανδρος, Βουκεφάλας κλπ)
2. άρθρα στο γειτονικό Σύνταγμα που παραπέμπουν σε εν δυνάμει αλυτρωτισμό και άρα αμφισβητούν τα σύνορα
3. την ονομασία της χώρας
Επιπλέον, όλα τα εθνικά κράτη πρέπει να αναγνωριστούν από τη διεθνή κοινότητα – είτε πρόκειται για τις Μεγάλες Δυνάμεις, τον 19ο αιώνα, είτε για Διεθνείς Οργανισμούς, τον 20οαιώνα. «Η άλλη πλευρά επί δεκαετίες ήταν ανελαστική και υιοθετούσε μια σκληρή γραμμή, στη βάση της υπόθεσης ότι σιγά – σιγά οι υπόλοιπες χώρες θα την αναγνωρίσουν. Αυτή η στρατηγική αποδείχθηκε πετυχημένη αλλά είχε ως μειονέκτημα την ένταξη σε Διεθνείς Οργανισμούς, όπου η Ελλάδα έχει βέτο». Έτσι προέκυψε μια εμπλοκή διαρκείας.
«Τι άλλαξε; Πρώτον, η ηγεσία στα Σκόπια είναι πλέον διατεθειμένη να συζητήσει ρεαλιστικά και ανοικτά για σύνθετη ονομασία, για την ιστορική πραγματικότητα και για αλλαγές στο Σύνταγμα. Δεύτερον, οι διεθνείς οργανισμοί επεκτείνονται στην περιοχή, καθώς τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν μια περιοχή επέκτασης». Με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε ένα πεδίο σημαντικών συγκλίσεων και προέκυψε η δυνατότητα εξεύρεσης λύσης με τρόπο που ικανοποιεί και τα τρία πάγια αιτήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι «η ενοποίηση των βαλκανικών οικονομιών σε έναν ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, όπου ανοίγονται τεράστιες δυνατότητες και για την Ελλάδα και για τους γείτονες».
Υπό το νέο πρίσμα, «οι οικονομικές σχέσεις που είναι και σήμερα υπαρκτές αποκτούν εκ των πραγμάτων μια πολύ διαφορετική δυναμική». Ως ενδεικτικό παράδειγμα ανέφερε την αγορά ενέργειας: είναι άλλο να υπάρχουν δύο αγορές με διαφορετικό θεσμικό καθεστώς και άλλο να έχουν κοινό θεσμικό πλαίσιο και ποικίλες διασυνδέσεις. «Ξαφνικά αλλάζει ο χάρτης στον οποίο κινούμασταν – δεν ήμασταν στο μηδέν. Και μόνο, όμως, που άνοιξε η συζήτηση, από τον Ιούνιο, έχουν γίνει 4-5 πολύ μεγάλες αλλαγές και συζητήσεις για ενεργειακές διασυνδέσεις. Πολλαπλασιάστε όλο αυτό με την ευκολία που θα κινηθούν το εμπόριο και οι επενδύσεις. Τα Δυτικά Βαλκάνια αποκτούν μια διάσταση πολύ σημαντική, που δίνει τέλος σε μια πολυδιάσπαση που μόνο προβλήματα δημιουργεί.»
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι «η ενδοχώρα των Βαλκανίων δεν αποτελεί ένα τέχνασμα για την Ελλάδα αλλά ένα βαρύ ιστορικό οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργήσαμε για πολλούς αιώνες και αυτό διερράγη κάποια στιγμή, για πολιτικούς, γεωπολιτικού και άλλους λόγους. Ακριβώς εδώ εντοπίζεται το απόλυτο και καθολικό όφελος από την Συμφωνία των Πρεσπών και για τις δύο πλευρές: αποκαθίσταται ένας ιστορικός φυσικός χώρος, που για αιώνες αποτελούσε το πεδίο επενδυτικών, εμπορικής, πολιτιστικής συναλλαγών μεταξύ τους.»