Στον κεντρικό ρόλο της βιώσιμης ανάπτυξης την επόμενη μέρα, μετά την πανδημία του κορονοϊού, επικεντρώνεται σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε εχθές, ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος.
Τονίζει ότι οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) των Ηνωμένων Εθνών για το 2030, μπορούν να αποτελέσουν κεντρικό πολιτικό εργαλείο στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων για την επόμενη ημέρα.
Η πρόσβαση σε υγεία, παιδεία, εργασία, πρόνοια, νερό, ενέργεια δεν είναι εξασφαλισμένη για όλους.
Απαιτούνται, όπως συμπεραίνει, νέες πολιτικές που να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους, πράσινες πολιτικές που να μην χρησιμοποιούνται όμως ως «σημαία ευκαιρίας» για επικοινωνιακή χρήση.
Ο Σ.Φάμελλος σχολιάζει τη γενικότερη κυβερνητική πολιτική που, όπως φάνηκε με τον «αναπτυξιακό» νόμο δεν ακολουθεί τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης και τον πρόσφατα ψηφισθέντα αντι-περιβαλλοντικό νόμο του κυρίου Χατζηδάκη που αντιλαμβάνεται το περιβάλλον ως εμπόδιο και όχι υπεραξία για την ανάπτυξη και προωθεί ιδιωτικοποιήσεις ακόμη και στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας.
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
Η Βιώσιμη Ανάπτυξη την επόμενη ημέρα της πανδημίας
H παγκόσμια κοινότητα, συγκλονισμένη από την πανδημία του κορωνοϊού, αγωνιά και σχεδιάζει την επόμενη ημέρα. Η πανδημία, που μέχρι σήμερα έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 300 χιλιάδες ανθρώπους, ανέδειξε ελλείψεις στις ασκούμενες πολιτικές σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο αλλά και νέες προτεραιότητες.
Το αγαθό της ζωής κυριάρχησε στις επιλογές μας, ατομικές και θεσμικές, αμφισβητώντας ριζικά την προσήλωση σε δημοσιονομικούς και οικονομικούς δείκτες, την προηγούμενη περίοδο. Η κρίση μάς υπενθύμισε την αξία των δημόσιων πολιτικών και την ανάγκη ευρωστίας της πολιτείας, καθώς και την ανάγκη αξιοποίησης των φυσικών πόρων και προστασίας της βιοποικιλότητας, με σεβασμό στους κανόνες της βιωσιμότητας και της επιστήμης.
Οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) των Ηνωμένων Εθνών για το 2030, μπορούν να αποτελέσουν κεντρικό πολιτικό εργαλείο στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων για την επόμενη ημέρα. Το σύνθημα «Κανείς να μη μείνει πίσω», όπως και οι στόχοι καθολικής πρόσβασης στα βασικά αγαθά της ζωής, εξάλειψης της φτώχειας, της πείνας και των ανισοτήτων, καθίστανται πιο επίκαιροι από ποτέ. Οι στόχοι, ως πρόγραμμα για το 2030, αναδεικνύουν τις αξίες της ζωής και της κοινωνικής δικαιοσύνης, αμφισβητώντας τη βάση του νεοφιλελευθερισμού και επιπλέον, απαντούν στα θέματα της ειρήνης και της συνεργασίας λαών και κρατών.
Η πανδημία, σε παγκόσμιο και σε εθνικό επίπεδο, απομακρύνει τις κοινωνίες μας από τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης. Με διαφοροποιήσεις ανά χώρα και πολιτική, η πανδημία εμβαθύνει τη φτώχεια, μειώνει το εισόδημα και τις θέσεις εργασίας και περιορίζει την πρόσβαση σε βασικά κοινωνικά αγαθά.
Οι πιο ευάλωτοι, οι οικονομικά ασθενέστεροι κινδυνεύουν περισσότερο, ενώ η οικονομική κρίση, που ακολουθεί, θα αυξήσει το δείκτη φτώχειας και την απόκλιση από τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, και άρα τις ανισότητες, ανάλογα με τις πολιτικές της κυβέρνησης. Η πρόσβαση σε υγεία, παιδεία, εργασία, πρόνοια, νερό, ενέργεια δεν είναι εξασφαλισμένη για όλους. Άρα απαιτούνται νέες πολιτικές.
Έστω και κατόπιν εορτής, όλες οι πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα αναγνωρίζουν την ανάγκη στήριξης ενός δημόσιου συστήματος υγείας, με καθολική πρόσβαση για όλους, το οποίο θα έχει τα απαραίτητα στελέχη αλλά και τους πόρους για να ανταποκριθεί στο στόχο διασφάλισης της καλής υγείας και της ευημερίας για όλους. Αυτός ο στόχος πρέπει να περάσει από τις εξαγγελίες στην πράξη, μαζί με την εφαρμογή πολιτικών για τις ευάλωτες ομάδες, τους ηλικιωμένους, τους μακροχρόνια άνεργους, τους Ρομά, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, τα άτομα με αναπηρία, αναγνωρίζοντας τις ειδικές τους ανάγκες.
Όμως, η βιώσιμη ανάπτυξη και οι πράσινες πολιτικές δεν μπορούν να αποτελούν «σημαία ευκαιρίας» για επικοινωνιακή χρήση. Από τα πρώτα κεντρικά νομοσχέδια της κυβέρνησης της ΝΔ, φάνηκε ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο και προτεραιότητα. Ο νέος αναπτυξιακός νόμος και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων δεν ακολουθούν την Αναπτυξιακή Στρατηγική, στην οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε ενσωματώσει τους SDGs και την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας.
Η ταχεία, και πέρα από ευρωπαϊκές δεσμεύσεις και πολιτικές, ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών φορέων (ΔΕΠΑ Υποδομών, ΔΕΠΑ Εμπορίας και ΑΔΜΗΕ, ενώ ακολουθούν ΔΕΔΔΗΕ, ΔΕΗ και ΕΛΠΕ) αμφισβητεί το στόχο πρόσβασης σε ενέργεια για όλους, σε μια εποχή που τα νοικοκυριά και οι παραγωγικοί κλάδοι βλέπουν μείωση των εισοδημάτων τους. Αμφισβητείται έτσι, η δυνατότητα της πολιτείας να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες με βάση ένα αναπτυξιακό σχέδιο απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, όταν το μόνο κριτήριο πλέον θα είναι το κέρδος και το συμφέρον ενός ιδιωτικού μονοπωλίου, χωρίς ανταγωνισμό. Οι απεντάξεις πόλεων από την ανάπτυξη δικτύων φυσικού αερίου είναι ενδεικτικές του νέου «εκσυγχρονιστικού» πλαισίου όσον αφορά στην πρόσβαση στα ενεργειακά αγαθά.
Ο πρόσφατος νόμος για το περιβάλλον θεωρεί το περιβάλλον εμπόδιο για την ανάπτυξη και όχι υπεραξία. Δημιουργεί γκρίζες ζώνες σε καίρια εργαλεία περιβαλλοντικής πολιτικής και αδειοδότησης, στο όνομα της επιτάχυνσης των επενδύσεων, με αποτέλεσμα οι άδειες να εκδίδονται μόνο από πολιτικά πρόσωπα και από δικαστήρια, με τελικό θύμα τις επενδύσεις. Εμβληματικές μεταρρυθμίσεις, όπως οι δασικοί χάρτες, που εκκρεμούσαν επί 40 χρόνια και αποτελούν στοιχείο του κράτους δικαίου, επαναπροσδιορίζονται αφού αλλάζουν οι προδιαγραφές, ενώ ακυρώνονται οι ήδη κυρωμένοι. Οι φορείς προστασίας και διαχείρισης της βιοποικιλότητας αποδομούνται πλήρως, μεταφέρονται στην Αθήνα, αντί να ενισχυθούν με προσωπικό, ψηφιακά εργαλεία και ξεκάθαρα σχέδια διαχείρισης, ενώ θα μπορούσαν να τροφοδοτούν την τοπική επιχειρηματικότητα και εργασία. Αφαιρείται ένα πολύτιμο σήμα κατατεθέν από την ελληνική περιφέρεια, τον τουρισμό και τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα.
Τελικά, η απόκλιση από τη Βιώσιμη Ανάπτυξη θα δημιουργήσει αδιέξοδα και στην επιχειρηματικότητα αλλά και στην κοινωνία και το περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, απαιτείται μια νέα «βιώσιμη» κοινωνική συμφωνία, στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που υλοποιεί η σημερινή κυβέρνηση.