Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας θέτει σήμερα σε Δημόσια Διαβούλευση το πλαίσιο (γενικές αρχές, μεθοδολογίες, δείκτες) που θα διέπουν τον Μηχανισμό Παρακολούθησης και Εποπτείας της λειτουργίας του ανταγωνισμού στις ελληνικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.
Ο ως άνω Μηχανισμός (“Market Monitoring and Surveillance Mechanism”, MMSM, «ODYSSEY») αποτελεί ορόσημο στη μακρόχρονη προσπάθεια της Αρχής για το άνοιγμα των χονδρεμπορικών και λιανικών αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, τον επανασχεδιασμό τους προκειμένου για την ένταξή τους στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και τη δημιουργία συνθηκών υγιούς και ισότιμου ανταγωνισμού. Η εντατική και εκτεταμένη προσπάθεια της ΡΑΕ, η οποία κορυφώνεται με την επικείμενη έναρξη λειτουργίας των νέων αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, επικεντρώνεται πλέον στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, της ρευστότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των ενεργειακών αγορών, στόχοι που δύνανται να επιτευχθούν μόνο με τη θέση σε εφαρμογή ενός Μηχανισμού, ο οποίος θα επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση των πρακτικών των Συμμετεχόντων εν τη γενέσει τους, καθώς και την εξέλιξή τους αλλά και τις επιπτώσεις που επιφέρουν στους λοιπούς Συμμετέχοντες και στους καταναλωτές.
Ο σχεδιασμός του προτεινόμενου Μηχανισμού βασίζεται σε προτάσεις από εμπιστευτική μελέτη του συμβούλου της ΡΑΕ ECCO “ Consulting Services for the Identification, the Development and the Implementation of the Appropriate Monitoringmethods, Rules and Tools of the Target Model Wholesale Electricity Market” (Confidential Report), καθώς και σε δημοσιεύσεις και πρακτικές διεθνών οργανισμών και άλλων ρυθμιστικών αρχών. Επίσης, στηρίζεται στην αποκρυσταλλωμένη εμπειρία της ΡΑΕ σχετικά με τις ανάγκες και των ελληνικών ενεργειακών αγορών, τις διαμορφούμενες δυναμικές και τις δυνατότητες της Αρχής να εντοπίζει αντι-ανταγωνιστικές στρατηγικές και να ανταποκρίνεται άμεσα προκειμένου για την καταστολή τους.
Η παρακολούθηση και εποπτεία των αγορών συνιστά θεμελιώδους σημασίας αρμοδιότητα, την οποία το ενωσιακό δίκαιο εμπιστεύεται στον Ρυθμιστή (βλ. όσον αφορά στον ηλεκτρισμό το άρθρο 37 της Οδηγίας 2009/72 και πλέον το άρθρο 59 της Οδηγίας 2019/94, όσον αφορά στο φυσικό αέριο, το άρθρο 41 της Οδηγίας 2009/73 ως ισχύει). Ο Νόμος 4001/2011, ο οποίος έθεσε την άσκηση των Ενεργειακών Δραστηριοτήτων υπό την εποπτεία του Κράτους, λόγω του ότι εγγενώς συνδέονται με σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (βλ. συνδυαστικά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Νόμου), ρητώς θέσπισε την αρμοδιότητα της ΡΑΕ να παρακολουθεί και να εποπτεύει τη λειτουργία της αγοράς (άρθρο 22) και να λαμβάνει οποιοδήποτε προσήκον μέτρο «με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων της εσωτερικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, την ύπαρξη συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και εν γένει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς» (άρθρο 23).
Αναλυτικότερα, το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 4001/2001, όπως ισχύει, προσδιορίζει -κατά τρόπο ενδεικτικό- το αντικείμενο της εν λόγω αρμοδιότητας της Αρχής. Συγκεκριμένα, η ΡΑΕ «παρακολουθεί και εποπτεύει ιδίως:
(α) το βαθμό και την αποτελεσματικότητα του ανταγωνισμού στην αγορά ενέργειας, σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής,
(β) τις τιμές για τους οικιακούς καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων προπληρωμής, το ποσοστό αλλαγής Προμηθευτή, το ποσοστό διακοπής παροχής, την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και τα σχετικά τέλη, καθώς και τα παράπονα των Πελατών,
(γ) την εμφάνιση στρεβλώσεων ή περιορισμών του ανταγωνισμού και περιοριστικών συμβατικών πρακτικών, όπως ρητρών αποκλειστικότητας που ενδέχεται να εμποδίζουν Πελάτες να συνάπτουν Συμβάσεις ταυτόχρονα με περισσότερους από έναν Προμηθευτές ή να περιορίζουν τη δυνατότητα επιλογής Προμηθευτή,
(δ) τη συμβατότητα των όρων συμβάσεων Προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου με δυνατότητα διακοπής, καθώς και των μακροπρόθεσμων συμβάσεων Προμήθειας, με το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο,(ε) την τήρηση των ειδικών ρυθμιστικών υποχρεώσεων που βαρύνουν τις επιχειρήσεις που ασκούν Ενεργειακές Δραστηριότητες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και τους όρους των αδειών που τους έχουν χορηγηθεί.».
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του Κανονισμού 1227/2011 «για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας» (REMIT) «η Ρ.Α.Ε. παρακολουθεί το επίπεδο διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένων των τιμών χονδρικής και διασφαλίζει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων που ασκούν Ενεργειακές Δραστηριότητες, καθώς επίσης και των προσώπων, αρχών, συστημάτων ή οργανωμένων αγορών, της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Κανονισμού (Ε.Ε.) αριθμ. 1227/2011 […] [και] μεριμνά για την εφαρμογή της υποχρέωσης δημοσίευσης εμπιστευτικών πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του ως άνω Κανονισμού.» (άρθρο 22 παρ. 2).
Η αρμοδιότητα της Αρχής, στο πλαίσιο του Κανονισμού REMIT, αποσκοπεί στον εντοπισμό πιθανών πρακτικών χειραγώγησης των χονδρεμπορικών αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, στην εξάλειψή τους και στην εν γένει πρόληψη των συναφών καταχρηστικών συμπεριφορών. Στο πλαίσιο των ενωσιακών οδηγιών 2009/72 και 2009/73, η αρμοδιότητα της παρακολούθησης και εποπτείας της ΡΑΕ αποβλέπει στην ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και, εν τέλει, την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών (άρθρα 3 παρ. 4 και 22 παρ. 1 Ν. 4001/2011).
Η Αρχή, προκειμένου για την αποτελεσματική άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητάς της, είναι ήδη εξοπλισμένη με ελεγκτικού χαρακτήρα εξουσίες, όπως είναι η συλλογή στοιχείων και η διεξαγωγή ερευνών (άρθρα 27 και 28 Ν. 4001/2011 και 6 παρ. 3-5 Ν. 4425/2016, ως ισχύουν), ενώ περαιτέρω προβλέπεται η δυνατότητα συνεργασίας της με άλλες αρχές, όπως είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού (άρθρο 26 Ν. 4001/2011) και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 7 Ν. 4425/2016), ώστε να διευρύνεται το επίπεδο κατανόησης και να επιτυγχάνεται σφαιρική αντιμετώπιση των πολύπλοκων ζητημάτων που εγείρονται στην αγορά.
Περαιτέρω, η αρμοδιότητα της ΡΑΕ για την παρακολούθηση και την εποπτεία των αγορών συμπληρώνεται με ευρείες κανονιστικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες. Ειδικότερα, η Αρχή δύναται, κατά την αδέσμευτη κρίση της και κατά πλήρη διακριτική ευχέρεια, είτε να υιοθετήσει την προσέγγιση του «soft law», εκδίδοντας συστάσεις και κατευθύνσεις[1], είτε να προβεί σε θέσπιση κανονιστικού πλαισίου (μέσω των Κωδίκων των Αγορών, όπως διαλαμβάνεται στο άρθρο 30 Ν. 4001/2011 και στο άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 4425/2016) ή ακόμα και σε επιβολή ρυθμιστικών μέτρων. Αναλυτικότερα, το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 4001/2011 προβλέπει την αρμοδιότητα της Αρχής «ιδίως για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού […]» να «αποφασίζει ή εισηγείται στα αρμόδια όργανα τη λήψη αναγκαίων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης κανονιστικών και ατομικών πράξεων» (άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 4001/2011). Η δυνατότητα επιβολής ρυθμιστικών μέτρων ορίζεται στο άρθρο 23 Ν. 4001/2011, ενώ ειδικά για τη λιανική αγορά ηλεκτρισμού προβλέπεται περαιτέρω ότι «η ΡΑΕ δύναται ιδίως να επιβάλλει ειδικά ρυθμιστικά μέτρα επί των προσφερόμενων από τις επιχειρήσεις τιμολογίων προμήθειας, ιδίως των επιχειρήσεων που κατέχουν σημαντικό μερίδιο στη σχετική αγορά και είναι δυνατόν να ασκούν δεσπόζουσα επιρροή σε αυτή, υπό το πρίσμα του ελέγχου του υποκείμενου κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών, των στοιχείων και παραμέτρων που χρησιμοποιούνται για τη διαφοροποίηση των τιμολογήσεων ανά κατηγορία πελατών και της ενδεχόμενης ύπαρξης καταχρηστικών όρων στην τιμολόγηση των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας.» (άρθρο 140 παρ. 6 Ν. 4001/2011). Επιπρόσθετα, ο Νόμος 4425/2016 προβλέπει ρητώς ότι «5. Πέραν των ρυθμιστικών μέτρων που λαμβάνονται από τη ΡΑΕ βάσει του άρθρου 23 του ν. 4001/2011, στους Κανονισμούς δύναται να προβλέπονται περαιτέρω μέτρα που αποβλέπουν στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και στην προώθηση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε αυτή. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να αφορούν σε ειδικές ρυθμίσεις αντιστάθμισης τυχόν δεσπόζουσας επιρροής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικούς ρυθμιστικούς όρους και κανόνες με αντικείμενο τη διασφάλιση της ισότιμης συμμετοχής σε αυτή, ρυθμίσεις που αφορούν στη βελτίωση της ρευστότητας των Αγορών, όπως περιορισμοί και κανόνες στους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται οι εντολές συναλλαγών των Συμμετεχόντων, καθώς και τη θέσπιση μηχανισμών εικονικών εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής, δια των οποίων, είτε καθίσταται διαθέσιμη ορισμένη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, είτε παρέχεται πρόσβαση σε τμήμα του παραγωγικού δυναμικού για ορισμένο χρονικό διάστημα.» (άρθρο 18).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω καθώς και την αδήριτη ανάγκη για την αποτελεσματική παρακολούθηση των συνθηκών ανταγωνισμού και των συμπεριφορών των ενεργειακών επιχειρήσεων, η ΡΑΕ διαμόρφωσε τον προτεινόμενο Μηχανισμό, ο οποίος στηρίζεται σε δύο πυλώνες, τον Μηχανισμό Παρακολούθησης (Market Monitoring Mechanism, MMM) και τον Μηχανισμό Εποπτείας (Market Surveillance Mechanism, MSM), καθώς και σε μία διακριτή συνιστώσα, που αφορά σε εφαρμοζόμενη Μεθοδολογία σχετικά με την Διαθεσιμότητα Ισχύος (CHARYBDIS).
Ειδικότερα, ο Μηχανισμός Παρακολούθησης (Market Monitoring Mechanism, MMM) επιδιώκει, μέσω διαρθρωτικών δεικτών (structural indicators) και δεικτών συμπεριφορών/επιδόσεων (conduct/performance indicators), να αξιολογήσει το επίπεδο συγκέντρωσης και να εκτιμήσει την ισχύ στην αγορά (market power) του κάθε Συμμετέχοντα, ενώ ο Μηχανισμός Εποπτείας (Market Surveillance Mechanism, MSM) επικεντρώνεται στoν εντοπισμό και, ακολούθως, στην αποτροπή αντι-ανταγωνιστικών στρατηγικών, που εφαρμόζονται από Συμμετέχοντες λόγω της ειδικής ισχύος που διαθέτουν στη σχετική αγορά.
Περαιτέρω, στο πλαίσιο της Μεθοδολογίας «CHARYBDIS», λαμβάνοντας υπόψη τη Διαθέσιμη Ισχύ (και όχι την προσφερόμενη ή παραγόμενη ενέργεια) καθώς και δεδομένα από τη Διαδικασία ενοποιημένου Προγραμματισμού (Integrated Scheduling Process), θα υπολογίζονται μια σειρά δεικτών συγκέντρωσης, οι οποίοι θα εστιάζουν -επί του παρόντος- στην Αγορά Επόμενης Ημέρας της Χονδρεμπορικής Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας και στα μακροχρόνια/μεσοπρόθεσμα συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου στα σημεία εισόδου. Η ως άνω Μεθοδολογία επιδιώκει την αποτύπωση, αφενός του επιπέδου συγκέντρωσης της αγοράς, αφετέρου της ισχύος στην αγορά του κάθε Συμμετέχοντα, κατά τρόπο συνεκτικό και ενιαίο, μέσω της εφαρμογής τεσσάρων κατώτατων ορίων, όπως αναλυτικά παρουσιάζονται στο υπό διαβούλευση κείμενο, το οποίο αποτυπώνει στοιχεία και σχολιασμό από την ενδεικτική εφαρμογή της.
Επισημαίνεται ότι η εφαρμογή της Μεθοδολογίας αποσκοπεί στην αποτύπωση της ισχύος/επιρροής του κάθε Συμμετέχοντα όχι μόνο ex post αλλά, σταδιακά, και ex ante, λαμβάνοντας υπόψη και τα οριζόμενα στο άρθρο 125 Ν. 4549/2018, όπως ισχύει, σύμφωνα με τα οποία «Προμηθευτής με υψηλό μερίδιο αγοράς θεωρείται ο Προμηθευτής που καλύπτει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 40% της συνολικής ετήσιας Ποσότητας Φυσικού Αερίου που προμηθεύονται στην Ελλάδα οι Επιλέγοντες Πελάτες», καθώς και τα προβλεπόμενα στην υποπαράγραφο Β2, του άρθρου 2 του Μέρους Β του Νόμου 4336/2015, σύμφωνα με το οποίο «Από 1.1.2020, καμία επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα και δίκτυο της χώρας, δεν επιτρέπεται να παράγει ή εισάγει σ’ αυτό, άμεσα ή έμμεσα, ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας από εγχώριες μονάδες παραγωγής και εισαγωγές, σε ετήσια βάση.».
Στη βάση των ανωτέρω, επιδιώκοντας την προώθηση του ανταγωνισμού στις ενεργειακές αγορές και την ενίσχυση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της εύρυθμης λειτουργίας τους, υπό όρους ασφάλειας δικαίου και προς όφελος τόσο των Συμμετεχόντων όσο και των καταναλωτών, η Αρχή θέτει σε Δημόσια Διαβούλευση τον προτεινόμενο σχεδιασμό του Μηχανισμού Παρακολούθησης και Εποπτείας της λειτουργίας του ανταγωνισμού στις ελληνικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.
Λήξη της παρούσας Δημόσιας Διαβούλευσης: Δευτέρα, 19 Οκτωβρίου 2020.
Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν τις απόψεις τους στη ΡΑΕ με ηλεκτρονική επιστολή στη διεύθυνση Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. . Μετά τη λήξη της παρούσας δημόσιας διαβούλευσης, η ΡΑΕ θα δημοσιοποιήσει κατάλογο των συμμετεχόντων, καθώς και το περιεχόμενο των επιστολών και παρεμβάσεών τους, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο αποστολέας αιτείται τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων του και/ή των απόψεών του.---------------------------------------------
[1] Βλ. ενδεικτικά:
Άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 4001/2001: «να εκπονεί μελέτες, συντάσσει, δημοσιεύει και υποβάλλει εκθέσεις, προβαίνει σε συστάσεις».
Άρθρο 22 παρ. 4 Ν. 4001/2011: «να εκδίδει μη δεσμευτικές προς τρίτους οδηγίες και κατευθύνσεις σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της και τον τρόπο άσκησης αυτών, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου του νόμου αυτού και η πληρέστερη πληροφόρηση των ενδιαφερομένων».