Είναι, πράγματι, πρωτοφανές: Καταρχάς, αναβλήθηκε η Κυβερνητική Διάσκεψη Γερμανίας και Γαλλίας, που επρόκειτο να διεξαχθεί σε γαλλικό έδαφος, καθώς το Παρίσι –λόγω των διαφορών στον άξονα- αποφάσισε να τη μεταθέσει για τις αρχές της επόμενης χρονιάς.
Εν συνεχεία, και προκειμένου να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις, συμφωνήθηκε αντί της κοινής συνεδρίασης των υπουργικών συμβουλίων των δυο χωρών, να συναντηθούν την ίδια μέρα οι Όλαφ Σολτς και Εμμανουέλ Μακρόν. Η συνάντηση πράγματι έγινε αλλά χωρίς κοινή συνέντευξη Τύπου των δυο ηγετών, όπως είχε προαναγγείλει το Βερολίνο, χωρίς καν κοινή φωτογραφία τους- και τα δυο γεγονότα είναι πρωτόγνωρα και από μόνα τους δείχνουν το βάθος της κρίσης στις σχέσεις των δυο χωρών, που αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Το ερώτημα είναι αν οι αναταράξεις αυτές –ρωγμές τις αποκαλούν κάποιοι- είναι προσωρινές και θα ξεπεραστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα ή εάν αποκτούν μονιμότερα χαρακτηριστικά. Αν δηλαδή η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος επιφέρουν μονιμότερα χαρακτηριστικά απόκλισης και διαφορετικών προοπτικών στις σχέσεις των δυο χωρών.
Η στάση των δυο χωρών στις επαναλαμβανόμενες Συνόδους Κορυφής για την ενέργεια δείχνει και τις διαφορές που έχουν στο συγκεκριμένο θέμα. Το Παρίσι συμπαρατάσσεται με μικρότερες χώρες, κυρίως του νότου, απέναντι στο Βερολίνο, ενώ οι συνεχείς αναβολές των αποφάσεων αποτυπώνει τα αδιέξοδα που υπάρχουν.
Λάδι στη φωτιά ρίχνει και η απόφαση του Όλαφ Σολτς να ανακοινώσει πακέτο ενίσχυσης των γερμανικών επιχειρήσεων με το πολύ σημαντικό ποσό των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, με το Παρίσι να διαμαρτύρεται για αθέμιτο ανταγωνισμό και έμμεση ενίσχυση των γερμανικών μονοπωλίων σε βάρος των γαλλικών μονοπωλίων, αλλά και των επιχειρήσεων των υπολοίπων κρατών-μελών.
Ωστόσο, όλα δείχνουν πως τα παραπάνω είναι η κορυφή του παγόβουνου. Πίσω από το ρήγμα στον γαλλογερμανικό άξονα είναι αποκλίνουσες συμπεριφορές μεταξύ των δυο χωρών στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και όταν αυτός θα λήξει.
Πρώτον, είναι το θέμα της εμβάθυνσης της ΕΕ, με το Βερολίνο, κόντρα στο Παρίσι, να επιδιώκει την διεύρυνση, κυρίως με χώρες των Βαλκανίων, που θα καταστήσουν την Γερμανία περισσότερο κυρίαρχη εντός της Ένωσης.
Και δεύτερον, το θέμα της άμυνας, όπου το Παρίσι επιμένει στην προετοιμασία συνθηκών για στρατιωτική «αυτονομία» της Ευρώπης, ενώ το Βερολίνο δείχνει να εναποθέτει την ευρωπαϊκή άμυνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδιαίτερα η στάση της Γερμανίας στο θέμα της αμυντικής βιομηχανίας, με αγορά ενός πολύ μεγάλου τμήματος των εξοπλισμών της από την Ουάσιγκτον (πχ παραγγελία για F-35 και όχι Rafale ή Eurofighter) εξοργίζει το Παρίσι.
Υπό αυτές τις συνθήκες ουδείς μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθούν οι γαλλογερμανικές σχέσεις. Όπως όμως και να εξελιχθούν, ο γαλλογερμανικός άξονας στον ένα ή τον άλλο βαθμό θα υπάρχει- χωρίς αυτόν, άλλωστε, δεν θα υπάρχει η ευρωπαϊκή Ένωση- τουλάχιστον όπως την ξέρουμε έως σήμερα!