Σε δισεπίλυτο γρίφο που προκαλεί εύλογη ανησυχία πρωτίστως για τις επιχειρήσεις και την αγορά και δευτερευόντως για τους καταναλωτές εξελίσσεται ο τρόπος εφαρμογής της υποχρεωτικής περικοπής κατανάλωσης ηλεκτρισμού κατά τις ώρες αιχμής από τον Νοέμβριο έως και τον Μάρτιο σε ποσοστό 5% που προτείνει η Κομισιόν.
Όπως αναφέρει πρόταση της Κομισιόν «Για κάθε μήνα, κάθε χώρα-μέλος θα πρέπει να προσδιορίσει τις ώρες αιχμής που αντιστοιχούν σε ένα ελάχιστο της τάξης του 10% όλων των ωρών του μήνα. ….Για κάθε μήνα θα πρέπει να επιτυγχάνεται μείωση κατά τις ώρες αιχμής, όπως αυτές προσδιορίζονται τουλάχιστον κατά 5% κατά μέσον όρο ανά ώρα».
Αυτό σημαίνει ότι το μέτρο θα αφορά 72-74 ώρες κάθε μήνα και αν για παράδειγμα το μέγιστο της κατανάλωσης μία αιχμιακή ώρα είναι τα 8.000 MW τότε η ζήτηση θα πρέπει να μειωθεί στα 7.600 MW.
Σύμφωνα με πληροφορίες το ΥΠΕΝ έχει ζητήσει από τον ΑΔΜΗΕ ως διαχειριστή του δικτύου και υπεύθυνου για τη διασφάλιση της επάρκειας να υποβάλει εντός της εβδομάδας προτάσεις για τον τρόπο που μπορεί να γίνουν οι περικοπές. Στόχος είναι η δημιουργία ενός μηχανισμού διαχείρισης της ζήτησης ώστε να επιτυγχάνεται η μείωση της κατανάλωσης που απαιτείται. Ωστόσο μια τέτοια διαδικασία θεωρείται πολύπλοκη και απαιτεί τη μεσολάβηση Φορέα Εκπροσώπησης της Ζήτησης (ΦΟΣΕ) δημιουργώντας ένα επιπλέον κόστος.
Ποιοι θα επωμιστούν τη μείωση της κατανάλωσης ρεύματος
Το μεγάλο ζητούμενο είναι ποιοι ακριβώς θα επωμιστούν τη μείωση της κατανάλωσης, αν θα είναι δηλαδή κατά κύριο λόγο τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή οι μεγάλες βιομηχανίες της Υψηλής και Μέσης Τάσης, πολλές από τις οποίες, ήδη αποφεύγουν να λειτουργούν στο φουλ τις ώρες αιχμής για να πετύχουν φθηνότερες χρεώσεις ρεύματος.
Τα χαλυβουργία για παράδειγμα περιορίζουν την παραγωγή τους μεταξύ 18:00 και 23:00 προκειμένου να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τους αφού τα τιμολόγια που έχουν συμφωνήσει με τη ΔΕΗ προσφέρουν φθηνότερο ρεύμα στις ώρες εκτός αιχμής.
Έτσι αποτελεί ερωτηματικό εάν το βάρος των περικοπών που επιδιώκει η Ευρώπη θα πέσει στις πλάτες των υπόλοιπων καταναλωτών, δηλαδή των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Οι επιπτώσεις στην παραγωγή
Τα ερωτηματικά παραμένουν σε ότι αφορά τις επιπτώσεις στην παραγωγή, τις εξαγωγές την απασχόληση και κατ΄ επέκταση στο σύνολο της οικονομίας.
Ερωτηματικό επίσης παραμένει εάν θα εφαρμοστεί ένα σύστημα αντίστοιχο με τη διακοψιμότητα δηλαδή εάν οι επιχειρήσεις θα κληθούν να περικόψουν την κατανάλωση έναντι αμοιβής που θα προσδιορίζεται μέσω δημοπρασιών. Όμως η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου απαιτεί χρηματοδότηση και η Κομισιόν δεν έκανε την παραμικρή αναφορά περί ανάληψης του κόστους από κάποιο Ταμείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως υποσχέθηκε χαλάρωση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων ώστε οι κρατικοί προϋπολογισμοί να αναλάβουν το κόστος της στήριξης των επιχειρήσεων.
Ποιες θα είναι οι ώρες αιχμής
Εξάλλου ένα από τα κυρίαρχα ερωτήματα είναι ποιες θα θεωρηθούν ως ώρες αιχμής. Για παράδειγμα, ο ΔΕΔΔΗΕ είχε ως βασικό οδηγό για τις ώρες αιχμής το χρονικό διάστημα από 10.00-13.00 και 18.00-20.00.
Ωστόσο πιο σύγχρονη μεθοδολογία καθορίζει ότι οι ώρες αιχμής του συστήματος καταγράφονται τις εργάσιμες ημέρες από τις 17.00 το απόγευμα ως τις 23.00 το βράδυ, ανάλογα με την χρονική περίοδο.
Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η απουσία τηλεμέτρησης στο ελληνικό δίκτυο (εκτός από κάποιες ειδικές περιπτώσεις), οπότε δεν υπάρχει ακριβής καταμέτρηση των ωρών αιχμής.
«Οι χώρες-μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν μέτρα που θα μειώνουν την ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10% σε σχέση με τον μέσο όρο της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρισμού κατά τους αντίστοιχους 5 μήνες (Νοέμβριος- Μάρτιος) της περιόδου 2017-2022», αναφέρει επίσης το κείμενο της Επιτροπή.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι στην Ελλάδα η μέση ζήτηση στο 5μηνο κατά την πενταετία αναφοράς (2017-2022) έφθασε στις 21.967GWh. Η κατανάλωση το πεντάμηνο Νοεμβρίου-Μαρτίου της περιόδου 2017-2018 ήταν 21.880 GWh, το 2018-2019 έφθασε στις 22.590 GWh, το 2019-2020 στις 21.770 GWh, το 2020-2021 υποχώρησε στις 20.905 GWh και το 2021-2022 αυξήθηκε στις 22.689 GWh
Μία μείωση ζήτησης 10%, μεταφράζεται σε 2.196 GWh/πεντάμηνο ή σε 440GWhμήνα.