Τις τελευταίες ημέρες στην Ευρώπη κυριαρχεί η συζήτηση σε σχέση με την αρχιτεκτονική της αγοράς ενέργειας. Το σχέδιο θα παρουσιαστεί τον επόμενο μήνα, με τις διαφωνίες μεταξύ των χωρών να είναι αρκετές. Με τις χώρες του βορρά να επιμένουν σε λιγότερες αλλαγές και τις χώρες του Νότου να υπογραμμίζουν την ανάγκη για μακροπρόθεσμα συμβόλαια με σταθερές τιμές. «Υπάρχουν απορίες, με τις ρυθμιστικές αρχές των χωρών να έχουν καταλάβει χονδρικά πως το μοντέλο που ίσχυε μέχρι σήμερα δεν ήταν για καταστάσεις όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα» επισημαίνουν αναλυτές.
Η συζήτηση αυτή διεξάγεται βέβαια με φόντο την πτώση των τιμών του φυσικού αερίου και την πτώσης της ζήτησης. Υπήρχαν ήπιες καιρικές συνθήκες στην Ευρώπη που επέτρεψαν να υπάρχει μειωμένη ζήτηση φυσικού αερίου και επι της ουσίας να μην «δοκιμαστούν» οι αντοχές των ενεργειακών συστημάτων. Για την Ελλάδα ειδικά βοήθησε πως είχαμε υψηλές εισαγωγές από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Παρόλα αυτά είναι ένα δυναμικό θέμα και μέχρι στιγμής βοηθάει ότι έχουμε μια ομαλή ροή φυσικού αερίου. Στην ομαλή τροφοδοσία της χώρας ουσιαστικό ρόλο διαδραματίζει επίσης ο λιγνίτης η δυναμική του οποίου σήμερα αποτελεί το 21,82% του ενεργειακού μίγματος.
Στο πλαίσιο αυτό κάθε συζήτηση για τη μετάβαση στα ανανεώσιμα καύσιμα και ειδικότερα στο υδρογόνο και στο βιομεθάνιο απαιτεί μια στοχοθεσία με βάση τις κατευθύνσεις για την απανθρακοποίηση μέχρι το 2050. Μάλιστα αναλυτές παρατηρούσαν πως «παρά την προσωρινή καθυστέρηση στην απολιγνιτοποίηση δεν αλλάζει ο συνολικός σχεδιασμός, ενώ το φυσικό αέριο παραμένει μεταβατικό καύσιμο που σταδιακά θα δώσει τη θέση του στις ΑΠΕ και σε άλλες πηγές ενέργειας, όπως είναι το «μπλε» υδρογόνο».
Η ΕΕ εκτιμά ότι το υδρογόνο και το βιοαέριο θα αποτελούν το ένα πέμπτο της τελικής κατανάλωσης ενέργειας έως το 2050 και θέλει να έχει μια αγορά υδρογόνου μέχρι το 2030.